Είναι ένα από τα πολλά διδάγματα που θα έπρεπε να έχουμε αντλήσει από την Ιστορία μας, παλαιότερη και πρόσφατη: στην περιοχή μας δεν επιτρέπονται οι εθνικιστικές κορόνες, στο ίδιο μέτρο που δεν συγχωρείται ο εφησυχασμός. Ακόμη πιο επικίνδυνος είναι ο συνδυασμός τους. Ενα μέλος της κυβέρνησης να επιδίδεται σε λεονταρισμούς απέναντι στην Τουρκία, ένα άλλο να υποβαθμίζει ενέργειες και συμπεριφορές της τουρκικής ηγεσίας.
Είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με ευθύνη δύο μελών της κυβέρνησης που χειρίζονται, ο καθένας από τη θέση του, τα εθνικά θέματα. Ενώ λοιπόν ο υπουργός Αμυνας βούτηξε και συνεχίζει να βουτά στα θολά νερά της πατριδοκαπηλίας, ο υπουργός Εξωτερικών φαίνεται να υποβαθμίζει την υπαρκτή απειλή που συνιστά σήμερα η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Ο ένας υπουργός, δηλαδή, ο εκφραστής της εθνικιστικής Δεξιάς, κινείται στο ένα άκρο. Και ο άλλος, στο άλλο.
Η σύνθεση των άκρων δεν οδηγεί δυστυχώς στον μέσο όρο. Τα άκρα συνιστούν παλινωδία. Και οι παλινωδίες στην εξωτερική πολιτική μπορεί να έχουν δραματικές επιπτώσεις, όπως θα έπρεπε να γνωρίζει ο Πρωθυπουργός, εκείνος δηλαδή που θα έπρεπε να έχει τον τελευταίο λόγο για τη χάραξη της εθνικής πολιτικής και τον συντονισμό των υπουργών του. Είναι ο ίδιος που πρέπει να επιλύσει το πρόβλημα πριν να είναι πολύ αργά. Προς το παρόν «βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο».