«Ηρθε, ήρθε». «Σταμάτησε. Λίγες σταγόνες ήταν μόνο». «Κάθε πέντε λεπτά άνοιγα τη βρύση. Μέχρι που την άφησα ανοιχτή. Αλλά τώρα φοβάμαι μη με πάρει ο ύπνος, έρθει το νερό και πλημμυρίσω». «Τρεις μέρες έχω να φάω ώστε να μη χρειαστεί να πάω στην τουαλέτα. Μόνο νερό πίνω και πολυβιταμίνες». «Τα μισόλιτρα μπουκαλάκια θα βγουν στη μαύρη αγορά». «Εμείς πήγαμε αρον άρον στο εξοχικό στη Χαλκιδική. Τι να κάνουμε με μικρά παιδιά;» «Εμείς πάλι, στα πεθερικά μου στην Κοζάνη». «Μπουγάτσα με νερό». Αυτά και άλλα πολλά άκουσα από τους φίλους μου τους Θεσσαλονικείς τις τελευταίες μέρες. Και προσωπικές ιστορίες από ανθρώπους που, λόγω της δουλειάς τους, έρχονται σε επαφή με οποιουδήποτε είδους κοινό. Γιατί ούτε να σερβίρεις μπορείς με την αύρα της απλυσιάς να σε περιβάλει ούτε να παίξεις στο θέατρο. «Πού να φανταστώ ότι θα έπρεπε να κάνω δυο φορές την ημέρα μπάνιο με το κατσαρολάκι» μου έλεγε η φίλη μου, ηθοποιός του ΚΘΒΕ.
Ενα εκατομμύριο άνθρωποι όμως να κάνουν επί πέντε – έξι μέρες «στεγνό καθάρισμα» με μωρομάντιλα δεν είναι απλή υπόθεση. Και αν μιλάμε για ευθύνες που κανείς δεν αναλαμβάνει, δεν εννοούμε προσωπικές αλλά εκείνες που αντανακλάνε στις διοικητικές θέσεις ακόμη και όταν πρόκειται περί ατυχήματος. Τέλος πάντων, αυτή ήταν μία καλή ευκαιρία για να εκτιμηθούν τα αυτονόητα. Καθώς η «νοσταλγίτιδα», κονταίνει τη μνήμη και βρίσκει, στις παλιές ελληνικές ταινίες, πολύ χαριτωμένα τα τσίγκινα βρυσάκια που χρησιμοποιούσαν όταν δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Και ενθυμήματα μιας «αληθινής» εποχής. Η αλήθεια όμως εκείνης της όχι και τόσο μακρινής εποχής μόνο χαριτωμένη δεν ήταν. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν είχε υδροδοτηθεί όλη η Ελλάδα, στη Σύρο ζούσαμε με την αγωνία μην αδειάσει η στέρνα και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, δεν υπήρχε περίπτωση να πλυθείς απόγευμα σε νησί των Κυκλάδων.