Η Γουίνι Μαντέλα, η πρώην σύζυγος του εκλιπόντος πρώην προέδρου της Νοτίου Αφρικής Νέλσον Μαντέλα, απεβίωσε την Μ. Δευτέρα σε ηλικία 81 ετών, σε νοσοκομείο του Γιοχάνεσμπουργκ, από τις επιπλοκές μιας «μακροχρόνιας ασθένειας», ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος τύπου της.
“Με μεγάλη θλίψη ενημερώνουμε το κοινό ότι η Γουίνι Μαντικιζέλα Μαντέλα απεβίωσε στο νοσοκομείο Μίλκπαρκ του Γιοχάνεσμπουργκ σήμερα 2α Απριλίου” δήλωσε ο Βίκτορ Ντλαμίνι σε ανακοίνωση που εξέδωσε.
Η χαρισματική και αμφιλεγόμενη “πασιονάρια” των παραγκουπόλεων της Νότιας Αφρικής είχε αναδειχθεί σε ηγέρια του αγώνα κατά του Απαρτχάιντ παίρνοντας τη σκυτάλη από τον σύζυγό της όταν εκείνος βρισκόταν στην φυλακή, προτού να κατηγορηθεί για διαφθορά και βασανιστήρια.
Η ζωή της Νομζάμο Γουίνιφρεντ Ζανίουε Μαντικιζέλα συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομα του πρώην μαύρου προέδρου της Νότιας Αφρικής, του οποίου υπήρξε σύζυγος επί 38 χρόνια – τα 27 από αυτά εκείνος τα πέρασε στη φυλακή.
Η Γουίνι Μαντέλα γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1936 και κατάφερε να αποκτήσει πανεπιστημιακό πτυχίο κοινωνικού λειτουργού, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο για μαύρη γυναίκα εκείνης της εποχής. Το 1958 παντρεύτηκε τον Νέλσον Μαντέλα. Εκείνη ήταν 21 ετών και εκείνος, ήδη διαζευγμένος μία φορά, πλησίαζε τα 40. Πολύ γρήγορα ενεπλάκη και η ίδια στην πολιτική.
“Δεν είχαμε ποτέ μια πραγματική οικογενειακή ζωή (…) κανείς δεν μπορούσε να αποσπάσει τον Νέλσον από τον λαό του. Ο αγώνας κατά του Απαρτχάιντ, το Έθνος, έρχονταν πάνω απ’ όλα”, έγραψε στα απομνημονεύματά της.
Μετά τη σύλληψη του Μαντέλα, τον Αύγουστο του 1962, η Γουίνι έμεινε μόνη με τις κόρες της και διατήρησε ζωντανό τον αγώνα του συζύγου της. Δέχτηκε πιέσεις και απειλές, φυλακίστηκε και η ίδια, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, το σπίτι της δέχτηκε δύο επιθέσεις με βόμβες… Όμως δεν σταμάτησε την αντίσταση και εξελίχθηκε σε βασικό στέλεχος του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC), της αιχμής του δόρατος κατά του Απαρτχάιντ. Το 1976 κάλεσε τους εξεγερμένους μαθητές του Σοβέτο “να αγωνιστούν μέχρι τέλους”.
Σταδιακά, η Γουίνι Μαντέλα έγινε βάρος και ενόχληση για το ANC. Την εποχή που οι υποτιθέμενοι “προδότες” του αγώνα καίγονταν ζωντανοί, με ένα φλεγόμενο λάστιχο περασμένο στον λαιμό τους, εκείνη είπε ότι οι Νοτιοαφρικανοί πρέπει να απελευθερωθούν με “σπιρτόκουτα” – μια δήλωση που εκλήφθη ως προτροπή για φόνο.
Η προσωπική φρουρά της, μια ομάδα νέων που αυτοαποκαλούνταν “Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Μαντέλα Γιουνάιτεντ” (MUFC), χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα βίαιες μεθόδους.
Το 1990 ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίστηκε, μετά από 27 χρόνια στη φυλακή. Ένα χρόνο αργότερα η σύζυγός του κρίθηκε ένοχη για την απαγωγή ενός ακτιβιστή, του Στόμπι Σεϊπέι και καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών – η ποινή στη συνέχεια μετατράπηκε σε απλό πρόστιμο. Η πτώση όμως ήταν αναπόφευκτη. Το 1992 η Γουίνι κατηγορήθηκε για διαφθορά και κακοδιαχείριση και καθαιρέθηκε από τα καθήκοντά της στο ANC. Παρ’ όλ’ αυτά, και μολονότι ήταν ήδη σε διάσταση από τον Μαντέλα, το 1994 εκείνος της ανέθεσε το υφυπουργείο Πολιτισμού, στην πρώτη κυβέρνηση μετά τον τερματισμό του Απαρχάιντ, θέση από την οποία απομακρύνθηκε τον επόμενο χρόνο.
Το 1996 η Γουίνι χώρισε επισήμως από τον Νέλσον Μαντέλα και το 1998 η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης την έκρινε “πολιτικά και ηθικά ένοχη” για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διέπραξε η προσωπική φρουρά της.
“Ήταν μια εκπληκτική ηγερία του αγώνα, ένα σύμβολο της απελευθέρωσης. Και μετά, κάτι πήγε απίστευτα στραβά”, είπε για εκείνη ο Ντέσμοντ Τούτου, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης αρχιεπίσκοπος και προσωπικός φίλος του Νέλσον Μαντέλα.
Η εικόνα του ζεύγους Μαντέλα, να περπατούν κρατημένοι από το χέρι μετά την αποφυλάκιση του Νέλσον, το 1990, έκανε τον γύρο του κόσμου. Αλλά η κοινή ζωή τους είχε ήδη τελειώσει. Η Γουίνι δεν δίσταζε να κατακρίνει ανοιχτά την ιστορική συμφωνία του συζύγου της με τους λευκούς. “Ο Μαντέλα μας εγκατέλειψε. Η συμφωνία είναι κακή για τους μαύρους”, σχολίαζε.
Η διαμάχη συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του, το 2013. Στη διαθήκη του δεν της άφησε τίποτα. Εξοργισμένη, ξεκίνησε μια δικαστική μάχη για να της αποδοθεί το σπίτι της οικογένειας στο Κούνου. Πρόσφατα, το αίτημά της απορρίφθηκε.