Αποφάσισα να τον σκοτώσω.
Γι’ αυτό παρακολουθούσα το σπίτι του.
Είχε μια ωραία διώροφη βίλα στον Αλιμο ο πούστης.
Με κήπο, με δέντρα, με κάγκελα γύρω γύρω. Ενα στρογγυλό σπίτι, σαν παλιό κάστρο. Στις Κυκλάδες μόνο είχα δει κάτι παρόμοιο.
Τα παράθυρα ξύλινα, δέκα παράθυρα. Και τέσσερις ακόμα, πολύ μεγάλες, μπαλκονόπορτες. Η κεντρική πόρτα εισόδου με μασίφ ξύλο κι αυτή.
Δεν μπορούσες να μπουκάρεις μέσα από πουθενά.
Πήγαινα κάθε μέρα, κρυβόμουν και κατασκόπευα με τις ώρες το σπίτι του.
Επρεπε να τον οργανώσω. Τον φόνο του.
Εβγαζε δυο φορές τη μέρα βόλτα τη σκύλα του. Εξι η ώρα το πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει και έξι η ώρα πάλι το απόγευμα. Μια κοκκινότριχη πουτανίτσα, ψηλομύτα και ακατάδεχτη. Ενα κανίς πουντλ – παιγνίδι. Ετσι την λένε τη ράτσα του.
Τον τράβαγε, τον έσερνε, μια σταλιά πράμα. Τέντωνε εκείνη το λουρί κι αυτός με τη γλώσσα έξω. Να τρέχει πίσω της κοντανασαίνοντας. Τα ‘χει και τα χρονάκια του, πάνω από 65, μπορεί και 70.
«Θα τον φάω τον γέρο». Ετσι έλεγα. «Θα το πάρω το χάκι μου».
Αλλαξα γνώμη τη μέρα που τον είδα να το κυνηγά στον κήπο. Το σκυλί του. Μια μέρα που χιόνιζε.
Την κυνηγούσε κι είχε έναν πανικό μην του κρυώσει η πορδίτσα. Μην του πάθει κανένα κακό. Είχε τόση αγωνία, ο μαλάκας, που τον σιχάθηκα.
Τότε μου πέρασε από το νου, να την πνίξω. Να την πνίξω και να του την κρεμάσω στον κήπο. Με τέτοιο τρόπο να τον εκδικηθώ. Αν την έβλεπε σουβλισμένη ψηλά στα κάγκελα, θα πέθαινε από ανακοπή. Το ‘χα σίγουρο. Θα στεκόμουν για να το δω αυτό. Να το απολαύσω. Δεν θα το ‘χανα με τίποτα.
Είχαν γυρίσει από την πρωινή βόλτα, ο άντρας μπήκε στο σπίτι και το σκυλί το άφησε στην αυλή. Πήδησα στον κήπο, πλησίασα το κοκκινωπό κανίς για να το ξεκάνω.
Ετρεξε καταπάνω μου και μου ‘γλειφε τα χέρια. Και μου ‘κανε χαρές. Κάτι τρελές χαρές που σβήστηκαν από το μυαλό μου μονομιάς όσα είχα σχεδιάσει.
«Αλλο αυτή, άλλο το αφεντικό της», είπα. Και πέρασε η ζαβή οργή μου. Διάβηκε σαν αέρας, σαν φωτιά που σε κυνηγάει να σε κάψει, αλλά λίγο πριν σε φτάσει, αλλάζει ξαφνικά, για λόγο άγνωστο, κατεύθυνση.
Μ’ έδιωξε από το σπίτι, όπου είχαμε ζήσει όλοι μαζί –ο πατέρας, η μάνα κι εγώ –δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, αμέσως μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι πέθανε ο πατέρας μου. Βασανίστηκε, όσο να φύγει. Αδικος θάνατος. Τον έφαγε ο καρκίνος.
Χίλιοι δαιμόνοι τον κυνηγάγανε μια ζωή στην Αλβανία τον πατέρα. Ηρθαν και τον βρήκαν στην Ελλάδα.
Επεσα στην κατάθλιψη. Κλείστηκα και δεν έβγαινα έξω. Πρήστηκε από τα ψυχοφάρμακα το πρόσωπό μου, στρογγύλεψε. Εγινε σαν μπάλα ποδοσφαίρου.
Η μάνα μου γύριζε όλη τη νύχτα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Βόγκαγε και αναστέναζε. Τη μέρα καθάριζε σκάλες και γραφεία και τουαλέτες για να ζήσουμε. Οι δυο μας.
Εγώ, όλο ξαπλωμένος. Τίποτα δεν έβαζα στο στόμα μου. Αλλά στοίχιζαν τα μαλακισμένα τα φάρμακα.
Είχα έναν χρόνο κλεισμένος κι είπα μια μέρα να ξεπορτίσω. Περπάτησα δειλά-δειλά και μόνο γύρω από το σπίτι. Φοβόμουν να ξανοιχτώ μακρύτερα. Περπατούσα στις μύτες των ποδιών μου σαν να με έκαιγε ο δρόμος.
«Γαβ», του γάβγισα ενοχλημένος. «Γκρρρ», του γρύλλισα κι έκανα ένα βήμα προς το μέρος του να το διώξω. Να το κλωτσήσω.
Κατέβασε τα μεγάλα αφτιά του και με κοιτούσε να απομακρύνομαι. Μετά ξεκίνησε αποφασιστικά και με πήρε στο κατόπι. Μ’ ακολούθησε ώς το σπίτι.
Γύριζα και το μάλωνα, το ‘διωχνα, αλλά αυτό δεν μ’ άκουγε.
Πριν σπρώξω τη σιδερένια πόρτα να μπω στο σπίτι, σηκώθηκε ορθό, ακούμπησε στο γόνατό μου το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του. Μάτια μελιά, σαν του πατέρα μου. Παρακάλεσα να τα ξανανοίξει αμέσως.
Το πήρα μέσα. Την ίδια μέρα πέταξα και τα ψυχοφάρμακα.
Τράβηξα το καζανάκι, πάλεψαν το ένα με το άλλο στον αφρό, πολύχρωμα, αγωνίστηκαν να σωθούν, στριμώχθηκαν στο λαιμό της λεκάνης, βούλωσε για πολλή ώρα η λεκάνη, αλλά ξαφνικά, με μια μονοκόμματη βραχνή ρουφηξιά, ο βόθρος τα κατάπιε τα χάπια.
Το σκυλί ήταν ράτσας Σέτερ, ιρλανδικό. Του ‘χα δώσει το όνομα του πατέρα μου, Κίτσο, τον έλεγα. Κι ας ήτανε θηλυκό. (Βρήκα στο πατάρι ένα πολύχρωμο ένθετο εφημερίδας, με φωτογραφίες απ’ όλες τις ράτσες σκύλων του κόσμου. Το κάρφωσα πάνω στον τοίχο. Τις έχω μάθει απ’ έξω και τις 110 ράτσες).
Κλειστήκαμε, οι δυο μας τώρα, στο σπίτι. Καλά περνάγαμε. Παίζαμε, γελούσαμε. Λίγο-λίγο αναγκάστηκα και το έβγαλα έξω. Μου το ζητούσε με χίλιους τρόπους. Το λυπήθηκα. Ετσι έβγαινα κι εγώ μαζί του.
Καλά περνάγαμε, όσο που πήγε και μου γκαστρώθηκε. Το άφηνα ελεύθερο καθώς περπατούσαμε, την εμπιστευόμουν, κι αλήθεια είναι, πάντα γύριζε πίσω καταχαρούμενη. Δεν το περίμενα πως θα γκαστρωνόταν.
Γέννησε τέσσερα κουτάβια. Τρία κανελί, όπως η ίδια, και ένα λευκό. Λευκό σαν χιόνι.
Δεν τα φρόντιζα, λέγανε, δεν τα καθάριζα –ψέματα λέγανε –και γέμιζε η αυλή σκατά. Ξετρύπωσαν και μερικοί χοντροί αρουραίοι, αυτό είναι αλήθεια. Τους γαβγίζαν τα κουτάβια. Οι αρουραίοι κάνανε χάζι. Το ευχαριστιόντουσαν. Στεκόντουσαν ακίνητοι και περίμεναν.
Περίμεναν να δουν τι άλλο ήταν σε θέση να κάνουν τα σκυλιά εκτός από το να τους γαβγίζουν. Μπορούσαν να τρέξουν σαν σφαίρες οι ποντικοί, σαν αστραπή. Και τούτο το ήξεραν. Τα παλιοπράματα.
Φρίκαραν οι γριές, χεστήκανε από το φόβο τους. Ειδοποίησαν τον κύριο Ανδρέα, τον ιδιοκτήτη.
«Τι σκυλιά είναι αυτά; Τι παράξενα σκυλιά»; είπε στη μάνα μου μόλις τα πρωτοαντίκρισε. Υστερα θύμωσε.
«Παραπονιέται ο κόσμος. Να φύγετε από το σπίτι μου. Το συμβόλαιο έληξε από πέρσι. Και δεν έγραφε μέσα πως θα ‘χεις σκυλιά. Πέντε σκυλιά!».
«Καλά, δεν σε πειράζει, άνθρωπε, που σου χρωστάμε τα νοίκια, θα το καταλάβαινα, σε χαλάνε τα σκυλιά στην αυλή; Γι’ αυτό το λόγο θέλεις να μας διώξεις; Τι σε νοιάζουν, αφού εσύ ζεις μακριά από δω;».
«Είναι τεράστια», της απάντησε, στο άσχετο. Ζήλεψε που η δική του ήταν μικρή σαν πορδούλα. Τον παρακάλεσε η μάνα μου. «Τα σκυλιά δώσανε πίσω τη ζωή στο γιο μου. Χάρη σ’ αυτά άφησε το κρεβάτι και περπάτησε. Θα πέθαινε αλλιώς το παιδί. Και για τα ενοίκια, θα κόψω από το κορμί μου και θα σε ξεπληρώσω».
Τα κατάφερε, για να μην πολυλογώ, και μας πέταξε έξω. Ηρθε με δικαστικό επιμελητή, δύο φορές.
Σκοτώθηκα να βρω άλλο σπίτι. Στάθηκε αδύνατο. Κανένας δεν μου ενοικίαζε με πέντε σκυλιά.
Δεν ήθελα να τα αποχωριστώ. Τα αγάπησα. Τα αγάπησα πολύ. Δε μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτά.
Πώς να το εξηγήσω για το καταλάβει κανείς; Δεν θα το καταλάβει, όπως και να το πω.
Αναγκάστηκα και τα ‘δωσα. Ηρθε η Εταιρεία Προστασίας με ένα λευκό ημιφορτηγό. Τα φόρτωσαν επάνω.
Είχαν την ουρά στα σκέλη, τα μακριά αφτιά τους σέρνονταν στο χώμα, κι ανέβαιναν στην καρότσα το ένα μετά το άλλο. Ολο ενοχή. Λες κι αυτά έφταιξαν.
Εδωσα και τον Κίτσο. Δεν μου ‘κανε καρδιά να την αποκόψω από τα παιδιά της.
Ο Κίτσος, λίγο πριν ανέβει, με γάβγισε άγρια, απειλητικά. Ηταν η πρώτη φορά που η σκύλα μου με γάβγισε.
Κλείστηκα ξανά μέσα. Μου λείπει πάλι ο πατέρας μου.
Εκείνος που μας έκανε την έξωση φταίει που ξανακύλησα στη νοσταλγία. Αυτός φταίει για όλα.
Κατακάθησε στο καρύδι του λαιμού μου η οργή. Σαν φωτιά. Και με καίει.
Να φέρω πίσω τα σκυλιά δεν μπορώ. Πάει πια, χάθηκαν.
Μπορώ, όμως να πάρω εκδίκηση. Αλλιώς δεν πρόκειται να σβηστεί η φλόγα. Αλλος τρόπος να σωθώ δεν υπάρχει. Αλλιώς θα λιώσω. Θα λιώσω από τον καημό.
Ετσι έλεγα. Και για τούτο το λόγο, αποφάσισα να τον σκοτώσω. Και παρακολουθούσα το σπίτι του κι άρχισα να οργανώνω τον φόνο του.
Την αγάπαγε τη σκυλίτσα του.
Μόνο εγώ μπορούσα να το καταλάβω αυτό. Και το κατάλαβα. Την αγάπαγε, κι έτσι γλίτωσε τη ζωή του.
Ομως, τον τιμώρησα, όπως του άξιζε.
Του την άρπαξα, αν και είχα πάει μ’ άλλον σκοπό στο σπίτι του. Του την άρπαξα και χάθηκα. Τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα. Ωραία τον εκδικήθηκα.
Τον ξέγραψα μετά από τη ζωή μου και ξαλάφρωσα. Ξαλάφρωσα, σαν να είχα αποβάλει ένα βαρύ σκατό, που το κατακρατούσα και μούχλιασε μέσα μου και μου σάπιζε τα σωθικά.
Δεν τον ξανάδα τον ιδιοκτήτη του πρώτου σπιτιού μας στην Ελλάδα. Του σπιτιού με το μεγάλο φύκο, την πλακόστρωτη αυλή, την αποθηκούλα, όπου κοίμιζα τα σκυλιά, κάθε βράδυ, και τη βαριά μυρωδιά του πατέρα μου σ’ όλα τα δωμάτια.
Δεν τον ξανάδα άλλη φορά, παρά μόνο φέτος την άνοιξη, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την αρπαγή της Μπόνυ.
Ετσι την φώναζε στον κήπο του, για να την προστατέψει, εκείνη τη μέρα με το χιόνι. «Μπόνυ, Μπόνυ», την ικέτευε να μπει μέσα, να μην κρυώσει. Κι η φωνή του έτρεμε.
Την πήγαινα βόλτα, περπατούσαμε, σ’ άλλη συνοικία της Αθήνας, στο Αιγάλεω, κι έπεσα πάνω του, κοντά στη στάση του μετρό, στην κεντρική πλατεία Εσταυρωμένου, θα ‘χει κι εδώ κάποιο σπίτι και είχε έρθει για να εισπράξει τα νοίκια του.
Κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα, πρώτα την Μπόνυ, κάρφωσε ύστερα το βλέμμα του πάνω μου.
Με σκιάχτηκε ο χέστης.
Ξανακοίταξε την Μπόνυ παρακαλεστικά. Εκείνη δεν του ‘δωσε την παραμικρή σημασία, τον έγραψε κανονικά. Μαζεύτηκε κι απομακρύνθηκε σκυφτός, διπλωμένος στα δύο, κατέβηκε στις σκάλες του μετρό και χώθηκε κάτω από τη γης.
Ηταν Μεγάλη Παρασκευή, η καμπάνα της εκκλησίας χτύπαγε, σχεδόν κάθε ένα λεπτό, πένθιμα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε εμένα.
Εγώ είμαι μουσουλμάνος.
Χωρίς να το θέλω, έστριψα στο διπλανό δρομάκι, γιατί η σκυλίτσα μου με τραβούσε με δύναμη, με έσερνε, σαν να κυνηγούσε κάτι που εγώ δεν το έβλεπα.
Κάτι που έπρεπε να το πιάσουμε μαζί, οι δυο μας.