«Είναι μια ταινία για μια ελεύθερη κοπέλα. Η Ντζαμ είναι πιστή στον εαυτό της, ελεύθερη με το σώμα της και τις απόψεις της. Δεν τη νοιάζει η ταύτιση με τη γνώμη των άλλων. Πέρα από το αν κυκλοφορεί ημίγυμνη ή αν είναι ελεύθερο πνεύμα, είναι ευαισθητοποιημένη». Η Δάφνη Πατακιά, σε ένα καφέ στο Παγκράτι, μιλά για την ταινία που την έφερε αυτές τις ημέρες στην Αθήνα, καλεσμένη του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Η ελληνοβελγίδα πρωταγωνίστρια του «Djam», της ταινίας δρόμου του σκηνοθέτη των Τσιγγάνων Τόνι Γκατλίφ, είναι κάτι περισσότερο από νέα και ωραία ηθοποιός. Είναι ένα πλάσμα από εκείνα που αιχμαλωτίζουν την περιέργειά σου για να ανακαλύψεις τι είναι αυτό που τραβάει πάνω της την προσοχή σου. Ναι, είναι μια νέα κοπέλα με μεγάλα καστανοκίτρινα μάτια που κοιτάζουν σχεδόν πάντα με έκπληξη. Ναι, έχει στο εκφραστικό της πρόσωπο ένα φωτεινό χαμόγελο. Και μια χαμηλή, σταθερά ήρεμη φωνή, την οποία οι δάσκαλοί της στο Εθνικό Θέατρο έμαθαν πώς να χειρίζεται για τους θεατρικούς της ρόλους. Το 2014 ο Μιχαήλ Μαρμαρινός την ξεχώρισε για τον ρόλο της Μαργαρίτας στον «Φάουστ» λόγω της αύρας του ευάλωτου πλάσματος. Ο Νίκος Καραθάνος τής έδωσε τον ρόλο του γερο-Φιρς στον δικό του «Βυσσινόκηπο» το 2015. «Το ωραίο στο θέατρο είναι η ομαδική δουλειά. Μια διαδικασία που την ξεκινάς από την αρχή με όλον τον κόσμο. Στο σινεμά δουλεύεις χωρίς να συμμετέχεις στο τελικό αποτέλεσμα».
Η Δάφνη Πατακιά έχει εξαιρετική προφορά στα γαλλικά, ώστε να θεωρείται άξια εκπρόσωπος μιας ομάδας γυναικών που προβάλλουν την ανεπιτήδευτη φυσικότητα ως γαλλικό κινηματογραφικό στυλ. Το οφείλει στη γενέθλια πόλη της, τις Βρυξέλλες. Εκεί όπου γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε φοιτώντας στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών με μαθήματα μπαλέτου και σύγχρονου χορού. Παράλληλα, τα καλοκαίρια συνδεόταν με τις ελληνικές ρίζες της κάνοντας διακοπές στο οικογενειακό εξοχικό στη Σύρο. Στα 18 της έδωσε εξετάσεις και έγινε δεκτή στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 2013. Ο μικρός ρόλος της στο «Interruption» του Γιώργου Ζώη ήταν το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Η συνέχεια της Δάφνης Πατακιά ήταν να γίνει πρωταγωνίστρια στο «Ξύπνημα της άνοιξης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (όπου ήταν και υποψήφια για Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου) και πρωταγωνίστρια στο μικρού μήκους «Ακρυλικό» του Νίκου Πάστρα. Τα μέλη της επιτροπής που την επέλεξαν δήλωσαν ότι «πρόκειται για μια χαρισματική παρουσία στην οθόνη. Η Δάφνη έπεισε την επιτροπή με την εξαιρετική συγκέντρωσή της, τον αέρα μυστηρίου που αποπνέει και την επιθυμία της να εκφράσει συναισθήματα που αγγίζουν τα όρια με έναν εκπληκτικό τρόπο».
ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ. Σήμερα ζει στο Παρίσι και δουλεύει εθελοντικά σε ένα κέντρο υποδοχής αφγανών και σομαλών προσφύγων, κάνοντας μαθήματα θεάτρου και εργαστήριο χορού. «Οταν έφτασα εκεί, είδα και άκουσα τις σκληρές ιστορίες ορισμένων από αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους γίναμε φίλοι, έως ότου πάρουν άδεια παραμονής. Ή, εάν απορριφθούν, μαθαίνουμε να αποχωριζόμαστε». Ηταν η ελληνική κρίση που έβγαλε τη νεαρή ηθοποιό έξω από τη χώρα, με κατεύθυνση το Παρίσι. Και ο Γαλλοαλγερινός Γκατλίφ την ξεχώρισε από το κάστινγκ, επειδή περπατούσε σαν τον Σαρλό. Ωστόσο, το σενάριο ζητούσε χορό της κοιλιάς, μπαγλαμά και ρεμπέτικο τραγούδι, επειδή η πρωταγωνίστρια ακολουθεί μονοπάτια από την Κωνσταντινούπολη έως τη Μυτιλήνη. Οι πρώτοι που είδαν τον εξωτικό της χορό ήταν οι θεατές της ταινίας τον περασμένο Μάιο, σε μια υπαίθρια σκηνή του Φεστιβάλ των Καννών, απ’ όπου ξεκίνησαν τα πρώτα ευνοϊκά σχόλια για την ελληνογαλλικής παραγωγής ταινία (χρηματοδοτήθηκε από το ελληνογαλλικό ταμείο συμπαραγωγών και το Eurimages).
Ο τίτλος της ταινίας φέρει το όνομα της ηρωίδας: η Ντζαμ είναι μια 25χρονη κοπέλα που ζει στη Λέσβο μαζί με τον Κακούργο, τον σύντροφο της μητέρας της η οποία έχει πεθάνει. Ο Κακούργος έχει ένα παλιό σκαρί που χρειάζεται ανταλλακτικό για τη μηχανή του. Θα στείλει την Ντζαμ να το βρει στην Κωνσταντινούπολη και το κορίτσι θα διανύσει τη διαδρομή από το νησί στην Τουρκία και πίσω, μέσω Καβάλας και Κομοτηνής, παρέα με την καινούργια της φίλη, την Αβρίλ, αποτυπώνοντας μέσα από το σκηνοθετικό βλέμμα τού βραβευμένου ευρωπαίου σκηνοθέτη αυτό που είναι σήμερα η Ελλάδα. «Ευτυχώς δεν ήθελε εύκολη συγκίνηση κι έτσι δεν βλέπουμε ποτέ πρόσφυγες και μετανάστες. Τα κορίτσια φτάνουν σε αυτές τις περιοχές πάντα ύστερα από αυτούς. Είναι σημαντικό που οι δύο πρωταγωνιστικοί ρόλοι αφορούν γυναίκες. Τον περασμένο Σεπτέμβριο με κάλεσαν να είμαι μέλος στην κριτική επιτροπή ενός φεστιβάλ κινηματογράφου στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον Μπέλα Ταρ. Ενιωθα αλλόκοτα, κανείς δεν με άκουγε, έλεγαν τα δικά τους, σαν να μην υπήρχα. Ημουν λίγο διακοσμητική. Και στο διαγωνιστικό τμήμα υπήρχαν δέκα ταινίες όπου κανένας ρόλος δεν αφορούσε γυναίκες. Μόνο κάτι ρόλοι για γυναίκες που μαγείρευαν στο σπίτι. Επρεπε όμως ως επιτροπή να δώσουμε βραβείο και σε γυναίκα. Είχα να επιλέξω ανάμεσα σ’ εκείνη που είτε μαγείρευε είτε έκλαιγε πειστικά».