Υπάρχουν δύο είδη σιωπής. Η σιωπή που προηγείται της ομιλίας και η σιωπή που έπεται αυτής.
Η ερμηνεία τους συχνά βρίθει παρεξηγήσεων. Κάποιοι εκλαμβάνουν το πρώτο είδος ως αδυναμία. Οι αδόμητοι εγκέφαλοι αδυνατούν να αντιληφθούν τη δύναμη που κρύβει η σιωπή της υπομονής. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος της συσσώρευσης τόσο ισχυρότερη είναι η έκρηξη που ακολουθεί.
Δεν ξέρω πόσοι από τους παίκτες του Ολυμπιακού ένιωσαν φόβο μπροστά στη σιωπή που έγινε κομμάτια από την ορμή της υπομονής που ξεχείλισε και απειλεί να τους παρασύρει.
Σαν πλημμυρισμένο ποτάμι που παρασέρνει δικαίους και αδίκους. Σαν φωτιά που μετατρέπει σε στάχτες τα ξερά και τα χλωρά. Να φοβάσαι την οργή του υπομονετικού ανθρώπου, προστάζει ο ποιητής. Οσοι από τους παίκτες δεν το ήξεραν, το έμαθαν. Θα έχουν να το λένε στα παιδιά και στα εγγόνια τους για τον ξεροπόταμο που έγινε χείμαρρος για να ξεπλύνει την αδιαφορία που αγγίζει τα σύνορα της αγνωμοσύνης και της προσβολής.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης θα μπορούσε να μην τους πει τίποτε. Θα αρκούσε να σηκώσει το χέρι και να τους δείξει την πόρτα της εξόδου. Το ίδιο θα του στοίχιζε. Τους μίλησε όμως για να γνωρίζουν πως υπάρχει ένα σημείο πέρα από το οποίο ακόμα και η υπομονή παύει να είναι αρετή.