Οι γυναίκες υποαντιπροσωπεύονται στα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, καθώς το ποσοστό όσων έχουν τους κύριους ρόλους στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, είναι πολύ μικρότερο έναντι των ανδρών συναδέλφων τους, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Οι γυναίκες αποτελούν το 25% των πρώτων συγγραφέων στα δύο κορυφαία επιστημονικά περιοδικά του κόσμου, το “Nature” και το “Science” και το 35% στο τρίτο σημαντικότερο, στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Ακόμη λιγότερες (15%) είναι οι γυναίκες που κατέχουν τη σημαντικότερη τελευταία θέση στις επιστημονικές δημοσιεύσεις στο “Nature” και στο “Science”. Η τελευταία θέση συνήθως ανήκει στους καταξιωμένους ερευνητές που έχουν την εποπτεία και ευθύνη της έρευνας, ενώ η πρώτη θέση αποδίδεται στους νεότερους ερευνητές (συχνά μεταδιδακτορικούς) που αναλαμβάνουν το κύριο φορτίο της έρευνας.
Μόνο σε ένα περιοδικό νευροψυχολογίας (Neuropsychology Review) οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες ως πρώτοι συγγραφείς (53% έναντι 47%), αλλά και εδώ μειονεκτούν όσον αφορά τη θέση του τελευταίου κύριου ερευνητή (39% έναντι 61%).
Οι ερευνητές του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, που έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο bioRxiv, σύμφωνα με το “Nature”, ανέλυσαν ένα μεγάλο αριθμό άρθρων (σχεδόν 167.000) σε 15 επιστημονικά περιοδικά στη διάρκεια της περιόδου 2005-2017.
Η μελέτη συμπέρανε ότι όσο πιο έγκυρο και με μεγαλύτερη διεθνή επιρροή είναι ένα περιοδικό, τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό των γυναικών που έχουν τη θέση του πρώτου ή του τελευταίου συγγραφέα στις επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι εδώ και πάνω από μια δεκαετία ελάχιστη βελτίωση έχει υπάρξει στα ποσοστά των γυναικών επιστημόνων. Η μέση ετήσια αύξηση του αριθμού των γυναικών σε θέσεις ευθύνης στις επιστημονικές δημοσιεύσεις είναι κάτω του 0,5% στο “Science” και στο “Nature” και κάτω του 1% στα περισσότερα άλλα σημαντικά περιοδικά.
Με δεδομένο ότι η καριέρα ενός επιστήμονα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα καταφέρει το όνομά του να εμφανισθεί σε δημοσιεύσεις σε γνωστά επιστημονικά περιοδικά, η υποαντιπροσώπευση των γυναικών τους βάζει εμπόδια στο να αναρριχηθούν σε ανώτερες θέσεις στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα.
Όπως επισημαίνει και η μελέτη, όσο ανεβαίνει κανείς την τυπική ή άτυπη ιεραρχία στα πεδία STEM (Επιστήμη-Τεχνολογία-Μηχανική-Μαθηματικά), τόσο αραιώνει η παρουσία των γυναικών. Έτσι, για παράδειγμα, στο πεδίο της νευροεπιστήμης, ενώ το 2016 η πλειονότητα των φοιτητών στα πανεπιστήμια ήσαν γυναίκες (55%), στη συνέχεια γίνονταν ολοένα μεγαλύτερη μειοψηφία: το 45% των μεταδιδακτορικών ερευνητών ήσαν γυναίκες και μόνο το 32% του διδακτικού προσωπικού στις πανεπιστημιακές σχολές.