Στις 10 Απριλίου του 1821, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της Λειτουργίας του Πάσχα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ συλλαμβάνεται στην Κωνσταντινούπολη. Η Επανάσταση για την Ανεξαρτησία έχει ήδη ξεσπάσει. Η Πελοπόννησος έχει απελευθερωθεί και οι εξεγέρσεις του ελληνικού πληθυσμού ανάβουν σαν φλόγες ανά την επικράτεια. Ο Πατριάρχης είναι αμέτοχος. Οχι μόνο έχει αποκηρύξει την Επανάσταση και έχει αφορίσει τον Υψηλάντη, αλλά συστήνει με κάθε τρόπο υποταγή στους Τούρκους. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, παρ’ όλ’ αυτά, προσπαθεί να επιβληθεί σε μια κατάσταση που γίνεται μέρα με τη μέρα και πιο ανεξέλεγκτη. Φανατικοί μουσουλμανικοί κύκλοι τον πιέζουν. Κι εκείνος αντιδρά: ανήμερα το Πάσχα ο Γρηγόριος Ε’ συλλαμβάνεται, κηρύσσεται έκπτωτος και το απόγευμα της ίδιας ημέρας εκτελείται δι’ απαγχονισμού. Η σορός του θα μείνει κρεμασμένη στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου επί τρεις ημέρες μέχρι που μια ομάδα Εβραίων αγοράζει το νεκρό σώμα και το ρίχνει στον Κεράτιο Κόλπο. Εκεί θα το βρει ο κεφαλονίτης πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος και θα το περισυλλέξει. Επειτα από ταξίδι 40 ημερών θα το μεταφέρει στην Οδησσό όπου θα ενταφιαστεί στον ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας. Μισόν αιώνα μετά τον θάνατό του, τα λείψανα του Γρηγορίου Ε’ θα φτάσουν στον Πειραιά με το ατμόπλοιο «Βυζάντιο» για να καταλήξουν στη Μητρόπολη των Αθηνών.
«Μετά από δύο ώρες περπάτημα, φθάσαμε σε ένα βαθύ και στενό φαράγγι όπου βρήκαμε τον δεκανέα Ισμαήλ με έναν αριθμό προσφύγων, που προφανώς μας περίμεναν. Μόλις μας είδε, διέταξε τους οδηγούς να σταματήσουν και σέρνοντας τις γυναίκες από τα κάρα τις χτύπησε άγρια. Τράβηξαν τα σκουλαρίκια που φορούσαν κόβοντας τα αυτιά τους. Τις υποχρέωσαν να ξεντυθούν για να πάρουν τα κολιέ τους τραβώντας τα με τόση βία που έκοψαν το λαιμό μιας γυναίκας κάνοντας το αίμα να τρέχει ποτάμι».Ηταν Κυριακή του Πάσχα. Ενα μαύρο Πάσχα για τους Ελληνες της Ανατολικής Θράκης, καθώς την ημέρα εκείνη ξεκινούσε ο συστηματικός διωγμός του ελληνισμού της περιοχής, ένα δράμα που θα συνεχιζόταν ώς το 1918 και θα κορυφωνόταν με την εγκατάλειψη της Θράκης τον Οκτώβριο του 1922. Στις 6 Απριλίου 1914, ανήμερα το Πάσχα, οι πρώτες 200 ελληνικές οικογένειες από τη Στράντζα απελάθηκαν με την απειλή όπλων, αφού πρώτα τους είχαν αφαιρεθεί τεράστια χρηματικά ποσά και προσωπικά είδη αξίας. Με πίεση της Αστυνομίας οι απελαθέντες υπέγραφαν δηλώσεις ότι έφευγαν από τις εστίες τους οικειοθελώς. Ματαίως οι έλληνες βουλευτές του Οθωμανικού Κοινοβουλίου διαμαρτυρήθηκαν για τους διωγμούς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έναν μήνα αργότερα θα κήρυσσε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία εν διωγμώ και θα έδινε εντολή για κλείσιμο των ναών και των σχολείων.
1919. Η ματωμένη εξέγερση στο Νησί των Ιπποτών
Την ημέρα εκείνη οι πιστοί προσέρχονταν στη Μητρόπολη της Ρόδου με ανάμεικτα συναισθήματα. Το σχέδιο ψιθυριζόταν από στόμα σε στόμα: αψηφώντας τις ιταλικές Αρχές, οι κάτοικοι θα συγκεντρώνονταν στον αυλόγυρο της Μητρόπολης και μετά την αναστάσιμη λειτουργία θα ενώνονταν σε μια μεγάλη διαδήλωση ζητώντας την ένωση της Ρόδου «μετά της μητρός Ελλάδος». Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν ότι τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν θα άφηναν εκείνο το Πάσχα στην Ιστορία ως το Ματωμένο Πάσχα του 1919. Οταν ο μητροπολίτης Αναστάσιος τελειώνει την ομιλία του με τη φράση «Ζήτω η Ενωσις, κάτω οι προδόται», ο κύβος έχει ριφθεί. Στην πόλη αλλά και σε 30 χωριά του νησιού αρχίζουν συλλαλητήρια μέσα στις εκκλησίες. Οι λειτουργίες μετατρέπονται σε διαδηλώσεις. Το ίδιο συμβαίνει στη Χάλκη και τη Σύμη. Ο κόσμος ζητωκραυγάζει. Οι ιταλοί στρατιώτες επεμβαίνουν. Αντιλαμβανόμενες την εκρηκτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο νησί, οι Αρχές είχαν εκδώσει διάταγμα για την τήρηση της τάξης ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, με το οποίο περιόριζαν ακόμη και την περιφορά του Επιταφίου. Τραυματίες, νεκροί, ανάμεσα στους οποίους και ένας ιερέας, θα στιγμάτιζαν το Πάσχα του 1919 στη Ρόδο για ένα αίτημα που θα έβρισκε δικαίωση 29 χρόνια μετά.
Μια ιστορική μέρα για την Ελλάδα ξημέρωνε την Κυριακή του Πάσχα του 1932. Ηταν 1η Μαΐου. Η στάση πληρωμών της χώρας ετίθετο επισήμως σε ισχύ. Η Ελλάδα είχε κηρύξει πτώχευση για δεύτερη φορά στην Ιστορία της. Η απόφαση για χρεοκοπία είχε ληφθεί δύο εβδομάδες πριν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022.000 χρυσά φράγκα, η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε κρίση και οι εξαγωγές έβαιναν μειούμενες. Ομως το Πάσχα εκείνο θα έμενε στην Ιστορία για έναν ακόμη λόγο: αποτέλεσε την πρώτη και μοναδική φορά στην Ελλάδα που η εργατική Πρωτομαγιά επιχειρήθηκε να γιορταστεί ανήμερα τη Λαμπρή. Οταν τα σοσιαλιστικά συνδικάτα ανακοινώνουν την απόφασή τους, η κυβέρνηση Βενιζέλου αντιδρά άμεσα με καταστολή. Οι απεργιακές διαδηλώσεις απαγορεύονται. Τα σωματεία δεν πτοούνται. Από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας ξεκινούν προληπτικά ομαδικές συλλήψεις, φυλακίσεις, ακόμη και εξορίες εργατών. Τα γραφεία του Εργατικού Κέντρου στην Αθήνα βανδαλίζονται. Οι εκατοντάδες συλληφθέντες αρχίζουν απεργία πείνας. Ο αυταρχισμός κλιμακώνεται, με αποκορύφωμα την Πρωτομαγιά, ανήμερα το Πάσχα, οπότε η Πλατεία Ομονοίας περικυκλώνεται από αστυνομικούς που συλλαμβάνουν όποιον πλησιάζει και πυροβολούν στον αέρα. Συγκέντρωση στην Αθήνα τελικά δεν θα γίνει. Θα γίνει στη Θεσσαλονίκη και σε κάποιες επαρχιακές πόλεις, με τραυματίες και συλληφθέντες που θα καταδικαστούν μέχρι και σε μισόν αιώνα φυλάκισης.
1941.Η συνθηκολόγηση και οι βόμβες των στούκας
Είχε έρθει Πάσχα, όμως για τον ελληνικό λαό ο επιτάφιος θρήνος συνεχιζόταν. Η 20ή Απριλίου 1941 ήταν το Πάσχα της συνθηκολόγησης με τους Ναζί. Η τρομερή μέρα που ο στρατηγός Τσολάκογλου θα υπέγραφε το πρώτο πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή των Ες Ες Ζεπ Ντίντριχ. Το μεσημέρι του Πάσχα, και ενώ το κείμενο της συνθηκολόγησης ετοιμάζεται ώστε να υπογραφεί λίγο αργότερα, τα γερμανικά στούκας βομβαρδίζουν ανηλεώς και αδιακρίτως. «Το απόγευμα της 20ής Απριλίου Κυριακής του Πάσχα – μια φοβερή ημέρα, που την εφώτιζαν, αντί κεριών της Αναστάσεως και του φωτός της Λαμπρής, οι φωτιές των φονικών βομβών των στούκας», έγραψε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος από το Μέτωπο. Το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στα Ιωάννινα βομβαρδίζεται με θύματα 60 ασθενείς και κάποιες νοσοκόμες, ενώ την ώρα της υπογραφής καταβυθίζεται το αντιτορπιλικό «Ψαρά» λίγο πριν αποπλεύσει από τις ακτές των Μεγάρων. Και γίνεται υγρός τάφος για 37 ναύτες. Εκατοντάδες μαρτυρίες από επιζήσαντες μεταφέρουν τη φρίκη εκείνου του Πάσχα. Το νόημα όλων στη φράση του Τερζάκη: «Μεγάλη Βδομάδα για την Ελλάδα, τα Πάθη της αρχίζουν, ο Εσταυρωμένος παίρνει νόημα εθνικό…».
1944.Εκτέλεση Αγρινιωτών από τους κατακτητές
Μία από τις πιο μαζικές εκτελέσεις αντιστασιακών από τους Ναζί κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους θα σημάδευε τον ελληνικό λαό τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Οι 120 Αγρινιώτες που στήθηκαν στη μάντρα της Αγίας Τριάδας και στην κεντρική πλατεία της πόλης, ανάμεσά τους και μία γυναίκα, η Κατίνα Χαντζάρα, συγκλόνισαν τη χώρα και έκαναν τον Ρίτσο να αφιερώσει τους στίχους του στους εκτελεσθέντες και τις μανάδες τους: «Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα / κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη / και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες, χαμομήλια για το Πάσχα / σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες / και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος / Κ’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα…». Η μαζική δολοφονία έγινε ως αντίποινα για σαμποτάζ που είχαν καταφέρει οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ σε αμαξοστοιχία που κινούνταν προς το Αγρίνιο και μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα, συνοδευόμενη από γερμανικές δυνάμεις. Οι εκτελεσθέντες ήταν στην πλειονότητά τους νέοι άνθρωποι, επονίτες που κρατούνταν στις φυλακές του Αγρινίου, αλλά και αγωνιστές μεγαλύτερης ηλικίας.