Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν αυτονόητο η Ελλάδα να στηριχτεί στους εταίρους της για την ομαλή έξοδο στις αγορές, και οι εταίροι να έχουν εμπιστοσύνη ότι δεν θα γίνουν πισωγυρίσματα. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι κανονικές. Γι’ αυτό και τα αυτονόητα μετατρέπονται σε παραινέσεις. Ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του σοσιαλδημοκρατικής απόκλισης Γερμανικού Ιδρύματος Οικονομίας (DIW), με έδρα το Βερολίνο στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» σημειώνει ότι είναι απαραίτητη η επανάκτηση της εμπιστοσύνης, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η ανανέωση του οικονομικού μοντέλου της Ελλάδας για να φανούν τα αποτελέσματα σε έναν ορίζοντα 15ετίας.
Κύριε Φράτσερ, η Ελλάδα βρίσκεται λίγους μήνες πριν από το τέλος του τρίτου προγράμματος στήριξης. Πώς βλέπετε την πορεία της;
Βλέπω θετικά την εξέλιξη της Ελλάδας, η χώρα επανέρχεται αργά, ακόμα ο δρόμος είναι μεγάλος, αλλά υπάρχει μία σειρά από επιτυχίες, θα πρέπει κάθε φορά να τονίζονται, η ανάπτυξη έρχεται ξανά, το τρίτο πρόγραμμα των πιστωτών είναι κατά τη γνώμη μου επιτυχές.
Δηλαδή, η Ελλάδα φτάνει στο τέλος του τούνελ;
Ισως όχι στο τέλος του τούνελ. Αλλά βλέπει καθαρά το φως στην άκρη του τούνελ. Βέβαια, η ανεργία παραμένει ακόμη πολύ υψηλή, ειδικά η ανεργία των νέων με κίνδυνο να έχουμε μία χαμένη γενιά, ενώ πολλοί πλήττονται από τη φτώχεια. Η ζημιά αυτής της κρίσης είναι ορατή, και θα συνεχιστεί για χρόνια αν όχι για δεκαετίες. Η έξοδος από το τρίτο πρόγραμμα δεν σημαίνει ότι είναι όλα καλά. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις στους κρατικούς θεσμούς, να αλλάξει ριζικά την πολιτική της. Αν φάνηκε κάτι καθαρά σε αυτήν την κρίση, είναι πόσο μεγάλη σημασία έχει μία χώρα να διαθέτει ευέλικτες και λειτουργικές δημόσιες υπηρεσίες. Στο θέμα αυτό πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά.
Σύντομα θα επανέλθει στο τραπέζι η συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας, καθώς οι πιστωτές δεσμεύτηκαν ότι θα ασχοληθούν με αυτό το ζήτημα στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος. Τι μπορεί να περιμένει η Αθήνα;
Η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους, είναι ένα σημαντικό τμήμα αυτού του πακέτου. Για να διασφαλιστεί το μέλλον της χρειάζεται η εξυγίανση των τραπεζών, και ρύθμιση του χρέους, έτσι ώστε οι επενδυτές, ξένοι αλλά και Ελληνες που έβγαλαν τα λεφτά τους έξω, να εμπιστευτούν ξανά την Ελλάδα. Οταν το κράτος είναι υπερχρεωμένο, με ποσοστό χρέους 178% του ΑΕΠ, υποσκάπτεται η εμπιστοσύνη. Είμαι αισιόδοξος ότι το Eurogroup και οι ευρωπαίοι πιστωτές θα κινηθούν προς μία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Θα απαιτηθούν σίγουρα δύσκολες διαπραγματεύσεις, αλλά νομίζω όλοι κατανοούν την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους. Πόσο μεγάλη, είναι δύσκολο να το πούμε αυτή τη στιγμή. Διότι πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη, πως η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις όταν πάρει την ελάφρυνση χρέους. Ζητούμενο είναι μία έξυπνη διαπραγμάτευση για να βοηθηθεί η Ελλάδα.
Αφού δεν υπάρχει η απαιτούμενη εμπιστοσύνη, όπως λέτε, δεν είναι αναμενόμενο να συνδυαστεί η ρύθμιση του χρέους με νέους όρους και προϋποθέσεις, άρα ένα νέο πρόγραμμα;
Φοβάμαι ότι αυτός θα είναι ο δρόμος. Θα ήταν προτιμότερο να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση πλήρως την ευθύνη για το πρόγραμμα. Η κριτική μου πάντα στα προγράμματα για την Ελλάδα ήταν ότι ένα μέρος της ευθύνης είχαν οι πιστωτές.
Πόσο σημαντική είναι μία προληπτική γραμμή πίστωσης για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές;
Θεωρώ ότι είναι μία καλή επιλογή, καθώς πρόκειται ακριβώς για επιλογή και όχι για ένα πρόγραμμα νέου δανείου στην Ελλάδα με νέους όρους που πρέπει να ελέγχει η τρόικα κάθε τρίμηνο. Η προληπτική γραμμή πίστωσης δίνει στην ελληνική κυβέρνηση μία προοπτική να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, καθώς θα υποχρεώσει την ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει σε μεταρρυθμιστική γραμμή. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την πορεία μεταρρυθμίσεων.
Επίκαιρη γίνεται ξανά και η συζήτηση για η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα που εκπνέει. Το χρειαζόμαστε το ΔΝΤ;
Είναι σημαντικό να παραμείνει το ΔΝΤ κυρίως για την τεχνογνωσία του, όχι για τα χρήματα που διαθέτει. Κανένας άλλος δεν έχει την εμπειρία του ΔΝΤ σε προγράμματα μεταρρυθμίσεων, γνωρίζει τι λειτουργεί και τι όχι και τι πρέπει να γίνει. Ελπίζω να παραμείνει το ΔΝΤ.
Ετσι όμως θα παραμείνει η Ελλάδα υπό την επιτήρηση των πιστωτών, δεν θα είναι η «καθαρή» έξοδος από τα Μνημόνια που θέλει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση.
Επιτήρηση είναι ο λάθος όρος. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναζητήσει και να αποδεχθεί εταίρους που θα τη συνοδεύσουν στην έξοδο στις αγορές. Το ΔΝΤ έχει την τεχνογνωσία, η ελληνική κυβέρνηση είχε την υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων, και δεν θα θεωρούσα έξυπνο να κόψει το νήμα της στήριξης και να περάσει σε γραμμή σύγκρουσης μαζί τους. Η ελληνική κυβέρνηση επωφελείται από τη συνεργασία με τους εταίρους της και την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας τους προκειμένου να κάνει το σωστό για τη χώρα. Διότι αυτό είναι το ζητούμενο, όχι οι επί μέρους κομματικές σκοπιμότητες.
Η Γερμανία έχει επιτέλους κανονική κυβέρνηση και έναν νέο υπουργό Οικονομικών, τον Ολαφ Σολτς. Τι μπορεί να ελπίζει η Ελλάδα από τον Σοσιαλδημοκράτη διάδοχο του Χριστιανοδημοκράτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
Ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, μετά βεβαιότητος δεν θα ζητήσει προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ο Ολαφ Σολτς δεν θα επαναλάβει ένα τέτοιο λάθος. Η Ελλάδα θα έχει έναν αξιόπιστο εταίρο. Παρ’ όλα αυτά η Γερμανία και με τον νέο υπουργό Οικονομικών δεν θα είναι και πολύ πιο γενναιόδωρη στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Και ένας Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών θα ενδιαφερθεί πρωτίστως για το συμφέρον της Γερμανίας. Δεν πρέπει να υπάρχουν υπερβολικές προσδοκίες. Αλλά είναι προς το συμφέρον του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών οι καλές σχέσεις με την Ελλάδα και για να γίνει αυτό πρέπει να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη.