Eπινα έναν καφέ στην Πράσα ντου Κομέρσιου, την μεγάλη πλατεία της Λισαβόνας δίπλα στο νερό, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη όσα είχα δει κι όσα είχα ακούσει. Ημουν στην ίδια πλατεία, στο ίδιο καφέ, με βροχή ξανά, πριν αρκετά χρόνια, τον Νοέμβριο του 2010. Ηταν το πρώτο από τα ταξίδια του «κύκλου της κρίσης», στην Πορτογαλία. Εκείνες τις ημέρες τα πορτογαλικά συνδικάτα οργάνωναν την πρώτη τους απεργία έπειτα από πολλά χρόνια. Η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος θα έφερνε στη Βουλή ένα πακέτο μέτρων λιτότητας που προέβλεπε μειώσεις στις αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση του ΦΠΑ και δραστική μείωση των κοινωνικών επιδομάτων κατά 25%. Συνηθισμένες ιστορίες για έναν Ελληνα ειδικά που είχε ζήσει ήδη έξι μήνες Μνημονίου.
Μα υπήρχε κάτι ασυνήθιστο στον αέρα. Η κυβέρνηση Σόκρατες ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας. Τα μέτρα λιτότητας θα περνούσαν από τη Βουλή μόνον εάν συναινούσε και η συντηρητική αντιπολίτευση. Η οποία είχε ήδη συναινέσει δύο φορές, τον Μάρτιο και τον Μάιο του ίδιου χρόνου, σε δύο πρώτα πακέτα λιτότητας που είχαν περάσει δίχως αποτέλεσμα. «Γιατί το κάνετε, γιατί βοηθάτε την κυβέρνηση;» είχα ρωτήσει έναν από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης τότε. «Γιατί δεν θέλουμε να γίνουμε Ελλάδα», μου είχε απαντήσει. Η Ελλάδα, αμέριμνη, είχε κερδίσει την κούρσα ταχύτητας μεταξύ των χωρών PIGS, των οικονομιών της ευρωζώνης για τις οποίες οι αγορές έβαζαν στοιχήματα χρεοκοπίας. Ηταν η πρώτη που έπεσε, η πρώτη που υποχρεώθηκε να ζητήσει δανεισμό από τους εταίρους της και να αποδεχθεί τους όρους ενός πρώτου, τιμωρητικού Μνημονίου. Ακολούθησε, έξι μήνες αργότερα, η Ιρλανδία. Τον Μάιο του 2011, ήρθε η σειρά της Πορτογαλίας. Ημουν πάλι εκεί, όταν Πολ Τόμσεν κατέφθανε στην Λισαβόνα με την ελληνική συνταγή στις αποσκευές του. Η αντιπολίτευση είχε διακριτικά παρακολουθήσει τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα. Και είχε δεσμευτεί ότι αν κέρδιζε τις επόμενες εκλογές θα τιμούσε την υπογραφή των αντιπάλων της και θα εφάρμοζε τους μνημονιακούς όρους. Οι εκλογές έγιναν αμέσως μετά και τις κέρδισαν τα δύο κόμματα της Δεξιάς, τα οποία ανέλαβαν να εφαρμόσουν τα μέτρα λιτότητας του Μνημονίου. Αποφάσισαν να το κάνουν χωρίς να ζητήσουν επαναδιαπράγματευση των όρων του Μνημονίου –«για να μην θιγεί η καλή φήμη της χώρας».
Επτά σχεδόν χρόνια αργότερα η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Οι άνθρωποι μοιάζουν πιο αισιόδοξοι. Η ζωή λίγο πιο εύκολη. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε στην ώρα του, στα τρία χρόνια ακριβώς, με μια «καθαρή έξοδο», το 2014. Η οικονομία είχε ήδη επιστρέψει στην ανάπτυξη, η ανεργία έχει μειωθεί στο μισό, νέοι που είχαν μεταναστεύσει αρχίζουν δειλά δειλά να επιστρέφουν. Οι εκλογές έγιναν, επίσης, στην ώρα τους, το 2015. Δεν διέκοψαν την εφαρμογή του Μνημονίου. Και παρ’ ότι τα κυβερνητικά κόμματα που είχαν χρεωθεί τα αντιδημοφιλή μέτρα του Μνημονίου πρώτευσαν σε ψήφους, δεν είχαν αυτοδυναμία. Τα δύο κόμματα της Αριστεράς, οι Κομμουνιστές και ο Συνασπισμός, συμφώνησαν για πρώτη φορά στην ιστορία να υποστηρίξουν στη Βουλή μια κυβέρνηση μειοψηφίας του δεύτερου κόμματος, των Σοσιαλιστών, παρ’ ότι οι Σοσιαλιστές είχαν ορκιστεί πίστη στους μεταμνημονιακούς δημοσιονομικούς στόχους. «Γιατί το κάνατε;» ρώτησα κάποια στελέχη της Αριστεράς. «Γιατί είναι καλύτερα η αρχή μιας αλλαγής παρά καθόλου αλλαγή», μου είπαν. Και «για να μη γίνουμε Ελλάδα» θα μου έλεγαν, αν δεν ήθελαν να είναι διακριτικοί.
Η νέα κυβέρνηση συγκράτησε τα ελλείμματα, μα παράλληλα επέστρεψε την 13η σύνταξη στους συνταξιούχους, αύξησε λίγο τον κατώτατο μισθό, μείωσε τον ΦΠΑ από 23% σε 13%.
Μακροοικονομικά η πορτογαλική οικονομία παραμένει εύθραυστη, με πολύ υψηλότερο χρέος απ’ όσο είχε στην αρχή της κρίσης. Αλλά κάτι ο τουρισμός που απογειώθηκε, κάτι οι εξαγωγές που διπλασιάστηκαν, κάτι η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, κάτι το ευνοϊκό κλίμα στην Ευρώπη τα δύο τελευταία χρόνια, η Πορτογαλία μοιάζει να ζει κάτι σαν μήνα του μέλιτος.
Πού το χρωστά; Στη συνετή εφαρμογή των μέτρων λιτότητας του Μνημονίου από την κυβέρνηση της Δεξιάς; Ή στην ακόμη πιο συνετή, μερική αναίρεσή τους, μετά το τέλος του προγράμματος, από την κυβέρνηση της Αριστεράς; Η απάντηση στασιάζεται. Αλλά το αποτέλεσμα δεν αμφισβητείται.
Ο οικονομικός απολογισμός της μνημονιακής περιπέτειας της Πορτογαλίας σε σύγκριση με της Ελλάδας χρησιμοποιείται συχνά ως μέτρο της αποτυχίας μας. Γιατί η Πορτογαλία έχει ήδη υψηλότερο ΑΕΠ απ’ ό,τι το 2008, πριν από την κρίση, ενώ εμείς παραμένουμε 25% φτωχότεροι; Γιατί η ανεργία της μειώθηκε τόσο γρήγορα στο 8%; Και πώς εκείνοι κατάφεραν να μεταφέρουν πόρους από τους μη εμπορεύσιμους στους εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, να διπλασιάσουν τις εξαγωγές και να αποκτήσουν μια πολύ πιο ανοιχτή και ανταγωνιστική οικονομία, ενώ εμείς παραμένουμε μια οικονομία το ίδιο εσωστρεφής όσο και πριν την κρίση;
Το ερώτημα απαντιέται με ένα άλλο ερώτημα: Γιατί στην Πορτογαλία, παρά την κρίση, παρά τα μέτρα λιτότητας προ Μνημονίου και παρά την οδυνηρή τριετία του Μνημονίου, το πολιτικό σύστημα παρέμεινε σταθερό; Πώς εξηγείται ότι τα δύο μεγάλα, ανταγωνιστικά κόμματα εξουσίας, που το 2009 είχαν αθροίσει το 66% των ψήφων, ύστερα από όλα αυτά συγκέντρωσαν 69% το 2015, στις πρώτες μετά το Μνημόνιο εκλογές;
Μια απάντηση, ίσως, είναι πως το πορτογαλικό πολιτικό σύστημα δεν είχε τις αμαρτίες του δικού μας. Δεν είχε φθάσει ποτέ να στηρίζει τη νομιμοποίηση και την αναπαραγωγή του σε μια διαδικασία μαζικού εκμαυλισμού ψηφοφόρων, εξαγοράς τους μέσω δανεικών, που χρηματοδοτούσαν μια γενική και διαρκή μεγέθυνση του καταναλωτικού δικαιώματος των «πελατών». Αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια. Το σημαντικότερο ίσως είναι πως στην πορτογαλική πολιτική σκηνή η συναίνεση δεν είναι απαγορευμένη λέξη, η πολιτική δεν είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, η αντιπολίτευση δεν είναι υποχρεωμένη να λέει «ο ήλιος λάμπει» κάθε φορά που η κυβέρνηση λέει «νύχτωσε». Η συναίνεση στον καιρό της κρίσης απάλλαξε τα δικά τους πολιτικά κόμματα από την απονομιμοποίηση, που στην Ελλάδα επέβαλαν στον εαυτό τους, συμπεριφερόμενοι ως ομάδες κοντοτιέρων που πολιορκούν την πόλη, για να την κατακτήσουν αδιαφορώντας για την πόλη την ίδια.
Είναι ένα μάθημα αυτό. Το οποίο, όμως, φαίνεται πως το δικό μας πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται ακόμη και τώρα να αφομοιώσει. Απόδειξη χειροπιαστή, η συζήτηση περί της συνταγματικής αναθεώρησης.