Ασφαλώς και υπάρχουν προβλήματα με ορισμένες διατάξεις του Συντάγματός μας. Το ίδιο ισχύει, πιθανότατα, για τα Συντάγματα άλλων δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Σε όλες, όμως, τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες προέχει η εφαρμογή του Συντάγματός τους· εδώ η αναθεωρησιολογία!
Εγγύηση του σεβασμού και της εφαρμογής του καταστατικού τους χάρτη αποτελεί ο θεσμός του κόμματος. Τα κόμματα οργανώνονται δημοκρατικά με τη συμμετοχή ενεργών πολιτών –όχι «πελατών» –και λειτουργούν με εσωτερικές δημοκρατικές διαδικασίες.
Παρά την εισαγωγή για πρώτη φορά με το άρθρο 29 του Συντάγματος, το 1975, του κομματικού θεσμού, δεν υπάρχουν ακόμη κόμματα με εσωτερική δημοκρατική λειτουργία. Τα πάντα τελούν υπό την «ενός ανδρός αρχή» και των «παρακοιμώμενών» του. Οι βουλευτές, παρά τις συνταγματικές προβλέψεις απεριόριστης ελευθερίας γνώμης και ψήφου, λειτουργούν με τη δαμόκλειο σπάθη του «αρχηγού» υπέρ τας κεφαλάς τους.
Οι «προανακριτικές» επιτροπές δεν συγκροτούνται με κλήρωση μεταξύ όλων των βουλευτών κάθε κόμματος, αλλά από τους βουλευτές που ορίζει ο «αρχηγός». Οι Ανεξάρτητες Αρχές κατάντησαν διακομματικές, π.χ. ΕΣΡ.
Δεν χρειάζονται, νομίζω, περισσότερα σε ό,τι αφορά τη μη εφαρμογή, αλλά τον ευτελισμό του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για την επιβεβαίωση της διάκρισης των εξουσιών δεν έχει ανάγκη η Δικαιοσύνη από πολυμελείς υποθέσεις. Εδώ; Φιλοδοξία της εκτελεστικής εξουσίας είναι, εκτός από τη Βουλή, να χρησιμοποιήσει σαν πιστή θεραπαινίδα της και τη Δικαιοσύνη. Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία μας και ο καταστατικός της χάρτης, αντί της πιστής κατά το γράμμα και το πνεύμα εφαρμογής του, κάθε τρεις και λίγο γίνεται στόχος και ενός κύματος αναθεωρησιολογίας. Ομως, και για τις υπαρκτές αδυναμίες του Συντάγματος, η διαδικασία της αναθεώρησης προϋποθέτει συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής ομαλότητας. Ενα παράδειγμα: Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, συντριπτικό ήταν το ποσοστό υπέρ της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχουν ακίνδυνοι «άρχοντες», υποψήφιοι επιβήτορες ενός τέτοιου πρόσκαιρου ρεύματος. Ζήσαμε προ ολίγων ετών και ζούμε τέτοια φαινόμενα που έφεραν τη χώρα ώς εδώ. Οπως τότε δεν είπαν την αλήθεια στους Αγανακτισμένους, «ψεκασμένους» κ.ά., έτσι και τώρα θα αποσιωπήσουν ότι αυτό σημαίνει πολιτειακή αλλαγή, την οποία καμιά αναθεωρητική Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει.
Οπως και για τις προτεινόμενες εξουσίες του ΠτΔ, αδιαφορούν αν έτσι, από σύμβολο της ενότητας του έθνους, θα καταστεί μοιραίως παράγοντας κομματικών και διχαστικών, ίσως, αντιπαραθέσεων.
Η αναθεωρησιολογία, την οποία ξεκίνησε ο κ. Τσίπρας, ως «νέος» τότε και «πρώτος αριστερός» (!) Πρωθυπουργός, εγκυμονεί διχαστικές διεργασίες μέσα στην κοινωνία με τη νόθευση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής. Μεγαλύτερος όμως κίνδυνος, σε περίπτωση αναθεώρησης τώρα, απειλεί τον ίδιο τον καταστατικό μας χάρτη, όχι μόνο από τους δύο «μαζί ώς το τέλος», αλλά και από άλλους εξωθεσμικούς ή και εξωγενείς παράγοντες, υπό τις σημερινές συνθήκες. Γιατί, το Σύνταγμα του 1975 είναι ένα από τα πιο προοδευτικά Συντάγματα της Ευρώπης. Ψηφίστηκε την επομένη της κατάρρευσης της δικτατορίας και του πολιτικού δημοψηφίσματος και κατοχυρώνει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος, που απειλούνται σήμερα παντού.
Ο Απόστολος Κακλαμάνης είναι πρώην πρόεδρος της Βουλής