Την τηλεοπτική περίοδο 1999-2000 παρουσίαζα στην ΕΤ1 την εκπομπή βιβλίου «Πνεύμα αντιλογίας». Πράγματι, εκείνη την εξωφρενική εποχή κάναμε στην τηλεόραση απίστευτα πράγματα, όπως να συζητάμε με τις ώρες για βιβλία, αντί να λογομαχούμε για τη δίκαιη μοιρασιά της καρύδας στον Αγιο Δομήνικο. Σε μία από τις πρώτες εκπομπές, καλεσμένοι μου ήταν ο αείμνηστος Κώστας Βεργόπουλος (1942-2017) και ο Βαγγέλης Βενιζέλος που, παρά το νεαρό της ηλικίας του –42 χρονών τότε -, είχε διατελέσει ήδη πλειστάκις υπουργός και ήταν γνωστός στην εκδοτική πιάτσα ως φιλαναγνωστικό μυδραλιοβόλο. Αντικείμενο της κουβέντας μας ήταν το βιβλίο που είχε δημοσιεύσει μόλις ο Βεργόπουλος: Παγκοσμιοποίηση – Η μεγάλη χίμαιρα (εκδόσεις Λιβάνη). Εάν ήσουν ένας τυπικός βιβλιόφιλος, ο τίτλος θα σε οδηγούσε συνειρμικά στο κατά το ήμισυ ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, επειδή όμως ο Βεργόπουλος ήταν επιπλέον και καταξιωμένος οικονομολόγος, η παραπομπή του ήταν λιγότερο προφανής. Αναφερόταν στη «Μεγάλη χίμαιρα» του βρετανού συγγραφέα Νόρμαν Εϊντζελ που προανήγγειλε το τέλος των μεγάλων πολέμων, από τη στιγμή που το εμπόριο και η βιομηχανία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο αλληλεξάρτησης, ούτως ώστε να καθίσταται αυτομάτως κάθε πόλεμος μεταξύ τους οικονομικά ασύμφορος. Το οπτιμιστικό πόνημα του Εϊντζελ γνώρισε παγκόσμια επιτυχία. Ευθύς κατόπιν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σκόπιμο είναι να συγκρατούμε σε μιαν άκρη του μυαλού μας τη μνημειώδη γκάφα του Εϊντζελ, όποτε καταπιανόμαστε με διαχρονικά εύφλεκτες διακρατικές σχέσεις, όπως η σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία. Ενέχει πάντα τον κίνδυνο να παραθέσουμε όλα τα στοιχεία ολόσωστα κι εντούτοις η ανάλυσή μας να είναι για τα μπάζα. Εκτός από το βιβλίο του Εϊντζελ, καλό είναι επίσης να θυμόμαστε την εμβληματική σκηνή στην ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Της κακομοίρας (1963), βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου. Είναι η σκηνή μιας wannabe κλωτσοπατινάδας. Ο μπακαλόγατος Κώστας Χατζηχρήστος ετοιμάζεται να πιαστεί στα χέρια με το αντράκι της γειτονιάς, τον Νίκο Ρίζο. Αμφότεροι μικροί το δέμας, αλλά με ένα Εγώ μέχρι τα αστέρια, ανταλλάσσουν νταηλίκια παρουσία των γειτόνων. «Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα!», ωρύεται ο Χατζηχρήστος. «Θα σκοτωθούμε, μην το συζητάς». Βγάζει τη ρόμπα του μπακάλη και κινείται απειλητικά προς τον Ρίζο. Η κυρα-Δέσποινα, που την ερμηνεύει η Μαρίκα Νέζερ, μπαίνει μπροστά του για να τον αναχαιτίσει. «Ασ’ τονε, κυρα-Δέσποινα», δηλώνει απτόητος ο Ρίζος. «Ποιον άσ’ τονε;», ανησυχεί προς στιγμήν ο Χατζηχρήστος, αλλά δεν το βάζει κάτω: «Μαλώνεις, ρε;». «Μαλώνω, ρε», σηκώνει το γάντι ο Ρίζος. «Μη μ’ αφήνεις», λέει ο Χατζηχρήστος στη Νέζερ, «μην ακούς αυτόν που λέει “άσ’ τονε”, εσύ κράτα μου κόντρα». «Σε κρατάω, καλέ», τον καθησυχάζει η Νέζερ. «Πες ότι μαλώνεις, θα πεθάνεις», προκαλεί πάλι τον Ρίζο. «Μαλώνω, ρε», βράχος ο Ρίζος. «Μη μ’ αφήνεις, κυρά μου, κράτα με», ανησυχεί ξανά ο Χατζηχρήστος, για να εισπράξει νέα διαβεβαίωση από τη Νέζερ: «Μα σε κρατάω…». Με ανάχωμα τη Νέζερ, ο Χατζηχρήστος πλειοδοτεί: «Θα σου χώσω μια κλωτσιά, θα πεθάνεις. Πες ότι μαλώνεις». «Μαλώνω, ρε», σταθερός ο Ρίζος. «Περίμενε», κερδίζει χρόνο ο Χατζηχρήστος. Κάνει ότι ξεψειρίζει τη Νέζερ. «Τι έχω, καλέ;», θορυβείται εκείνη. «Δεν πιστεύω», της λέει στο άσχετο, «να έχεις καμιά φωλιά από κατσαρίδες, έτσι;». Στρέφεται στον Ρίζο: «Τώρα πες ότι μαλώνεις, να πεθάνεις από κατσαρίδες». Ο Ρίζος ουρλιάζει εκτός εαυτού: «Μαλώνω, ρε!». «Μαλώνει, ρε», χαμογελάει αμήχανα ο Χατζηχρήστος προ του αδιεξόδου. «Μαλώνεις;». «Ναι, μαλώνω». «Μάλωσε μονάχος σου, δεν μαλώνω εγώ», καταλήγει ο Χατζηχρήστος, ενώ ταυτόχρονα κορδώνεται στο αφεντικό του: «Του την έσκασα, έτσι; Τον εξευτέλισα».
Το κλειδί στην όλη σκηνή κρατάει η Μαρίκα Νέζερ. Η παρουσία της εγγυάται ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν θα έρθουν ποτέ στα χέρια, δεν θα περάσουν ποτέ από την τζάμπα μαγκιά στην οδυνηρή επόμενη κίνηση. Στη μακραίωνη σχέση Ελλάδας και Τουρκίας πολλοί εναλλάχτηκαν κατά καιρούς στον ρόλο της Νέζερ, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, αλλά από το 1952 κι εντεύθεν η ευθύνη του ρόλου ανατέθηκε αποκλειστικά στον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Εκείνη τη χρονιά, μία από τις πιο frozen χρονιές του Ψυχρού Πολέμου, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος μας Πρωθυπουργός, εμείς και οι Τούρκοι γίναμε από κοινού δεκτοί στο ΝΑΤΟ, ούτως ώστε να θωρακίσουμε την έως τότε ευάλωτη νοτιοανατολική του πτέρυγα και να κονιορτοποιήσουμε κάθε όνειρο για έξοδο της ρωσικής αρκούδας στη Μεσόγειο. Μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα. Αμεση συνέπεια του νατοϊκού στρατηγικού σχεδιασμού ήταν και η αέναη μετάθεση ενός μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου στη σφαίρα του αδιανόητου. Δεν είναι τυχαίο ότι, στα εξήντα έξι χρόνια από την εισδοχή μας στο ΝΑΤΟ και στα ενενήντα έξι από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η μοναδική φορά που οδηγηθήκαμε σε ένοπλη σύρραξη ήταν το 1974 και μόνο στο έδαφος της Κύπρου, μιας χώρας που ανήκε στο μπλοκ των Αδεσμεύτων. Οι κυνικοί λένε πως ποτέ δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο εάν ήταν και η Κύπρος μια χώρα του ΝΑΤΟ. Οι ακόμη πιο κυνικοί λένε πως κάτι τέτοιο συνέβη για να γίνει η Κύπρος μια χώρα του ΝΑΤΟ ή για να ενσωματωθεί ακριβέστερα σε δύο νατοϊκές χώρες, με μακάβριο εμβρυουλκό τη Διχοτόμηση και τη Διπλή Ενωση. Διαλέγουμε και παίρνουμε όποιον κυνισμό θίγει λιγότερο τον πατριωτισμό μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία δεν παρέμεινε αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Τον καιρό της μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), με το πεδίο της μάχης μεταφερμένο σε μια κατακερματισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η δημογραφική αναλογία ήταν δύο Τούρκοι προς έναν Ελληνα, ενώ η στρατιωτική ήταν ακριβώς η ανάποδη, δύο Ελληνες προς έναν Τούρκο. Σήμερα, τόσο η δημογραφική όσο και η στρατιωτική αναλογία έχουν επιδεινωθεί συντριπτικά εις βάρος μας. Ακόμη και αν αγνοήσουμε τις υλακές των μικρονοϊκών μιλιταριστών ένθεν κακείθεν, δεν χωράει καμία αμφιβολία πως, στην απίθανη περίπτωση που η Ελλάδα έφευγε αύριο από το ΝΑΤΟ, η Τουρκία θα της ορμούσε το επόμενο κιόλας πρωινό. Η σημερινή Ελλάδα με την ανεύθυνη αριστεροακροδεξιά κυβέρνηση και η σημερινή Τουρκία που διολισθαίνει καθημερινά στην απροκάλυπτη δικτατορία δεν είναι και οι καλύτερες εγγυήσεις για να αποφύγουμε το μέχρι πρότινος αδιανόητο. Μπορούμε πάντα να ευελπιστούμε ότι η Μαρίκα Νέζερ, προς ίδιον όφελος, δεν θα επιτρέψει ποτέ να συμβεί, αλλά και πάλι, καλού – κακού, ας κρατάμε καμιά πισινή, όπως θα μας συμβούλευε σίγουρα και ο Νόρμαν Εϊντζελ με τη στερνή του γνώση.