Κανείς δεν μπορεί να στηριχθεί στη βοήθεια των δυτικών χωρών: η πολιτική μας, απόρροια της προπαγάνδας της καλοσύνης, της μεταμέλειας και της παρακμής είναι μαλθακή. Κι όταν δεν είναι -λόγου χάρη στην περίπτωση της επέμβασης στο Ιράκ επί Τζορτζ Γ. Μπους- στηρίζεται σε τόσο αλλοπρόσαλλη στρατηγική και τακτική ώστε πλήττει λανθασμένους στόχους και καταλήγει σε αποτυχίες· σε επιδείνωση μιας ήδη ανώμαλης κατάστασης. Για να αποφύγουμε τις αντιπαραθέσεις εξωραΐζουμε τους αληθινούς εχθρούς μας και κατασκευάζουμε άλλους, υποτιμώντας τις απειλές εναντίον μας. Είναι χαρακτηριστική η απήχηση της ταινίας του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο «Η μορφή του νερού» όπου το τέρας παρουσιάζεται καλύτερο από τους ανθρώπους και όπου στη μουγκή κοπέλα δεν αντιστοιχεί παρά ένα τέρας. Τέρας και πολύ σου πέφτει! Τα τελευταία χρόνια δείχνουμε υπερβολική στοργή στα τέρατα: μισούμε τόσο τον εαυτό μας ώστε λατρεύουμε οτιδήποτε δεν μας μοιάζει.
Δεν είναι καλή βάση για την πολιτική. Αυτή η μεγαθυμία κρύβει φόβους που μας καθιστούν ανάπηρους· μουγκούς και υπερσυναισθηματικούς· συστηματικά αυνανιζόμενους σαν την Ελάιζα στην ταινία του ντελ Τόρο. Έτσι, στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, εγκαταλείπουμε τους Κούρδους στην τύχη τους, αν και τους αναθέσαμε τον πόλεμο εναντίον του ΙSIS: εμείς δεν θέλουμε να λερώσουμε τα χέρια μας. Την ίδια στιγμή αρνούμαστε να μιλήσουμε για ομηρία σχετικά με τους δύο κρατουμένους στρατιώτες στην Τουρκία· διαπρέπουμε στην τέχνη της κωλυσιεργίας και της λούφας. Στο μεταξύ, ο Ερντογάν εξοντώνει τους Κούρδους και τσεπώνει τρία δισ. ευρώ για να κρατήσει τους Σύριους πρόσφυγες στο τουρκικό έδαφος. Τουτέστιν, υποκύπτουμε σε εκβιασμούς· παίζουμε αμυντικό παιχνίδι όπως το ορίζουν οι εχθροί της Δύσης.
Αν ο κινηματογράφος είναι μάρτυρας της ιστορίας και του παρόντος, ζούμε κυριολεκτικά σε μια La La Land όπου φανταζόμαστε ότι οι κακοί τιμωρούνται στο τέλος και οι καλοί ανταμείβονται. Αληθινά τέρατα είναι «οι κακοί», που, στον 21ο αιώνα, δεν διαθέτουν καν τις θεμελιώδεις αξίες των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου: είναι απλούστατα διεστραμμένοι όπως τους παρουσίαζε, προφητικά, ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής αποδίδουμε όλα τα δεινά σ’ εμάς τους ίδιους· στην πραγματικότητα, στον «λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα», τον καριερίστα, τον καταναλωτή, τον φαλλοκράτη -ο οποίος, περιέργως, έχει γίνει τόσο ειρηνόφιλος ώστε ελπίζει πως άλλοι, πιο μαχητικοί, θα αναχαιτίσουν τους εχθρούς του. Εξάλλου, δεν τους βλέπει καθαρά· έχει πεισθεί ότι ο μεγαλύτερος εχθρός βρίσκεται μέσα του.
Τα λαϊκιστικά κινήματα της δεξιάς επιτυγχάνουν επειδή, μέσα στη θολούρα και στη δημαγωγία τους, λένε μερικά πράγματα με το όνομά τους και μάλιστα μεγαλοφώνως. Έτσι, καλύπτουν, με ερασιτεχνικό τρόπο, το κενό της σκέψης που υπερχειλίζει από καλά αισθήματα υπογραμμίζοντας τις διαστροφές των δυτικών χωρών. Η πρώτη διαστροφή είναι η αδράνεια: το ότι δεν κάνουμε τίποτα για να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα· ασχολούμαστε με μικρονόμους και μικρορυθμίσεις -π.χ. στη Γαλλία με το ωράριο των καταστημάτων την Κυριακή· στις ΗΠΑ με το αν χρειάζονται δημόσιες τουαλέτες για τους τραβεστί. Σπαταλάμε ενέργεια σε κανονισμούς, ψευτοδικαιώματα, υπερβολές, απαγορεύσεις, περιορισμούς («πόσο πρέπει να είναι το ελάχιστο επιτρεπόμενο βάρος των φωτομοντέλων;»), αστυνόμευση του καθημερινού λόγου: στόχος μας είναι να γίνουμε όλοι καλοί άνθρωποι· να μην προσβάλλουμε κανέναν πλην του λευκού, ετεροφυλόφιλου σοβινιστή.
Η δεύτερη διαστροφή αφορά τη διπλωματία. Δεν μπορεί να υπάρξει διπλωματία χωρίς στρατιωτική απειλή και κατανόηση του Άλλου: οι δυτικές χώρες, και ιδιαίτερα η Ευρώπη που δεν προετοίμασε σωστά την κοινή γνώμη στην κατεύθυνση ευρωπαϊκού Συντάγματος και ευρωπαϊκού στρατού, βρίσκεται σήμερα μπροστά στις λεγόμενες «δημοδικτατορίες» -Ρωσία, Τουρκία- στις οποίες, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η λαϊκή συναίνεση είναι αδιανόητα σαρωτική. Αρνούμαστε να καταλάβουμε ότι οι λαοί ενδιαφέρονται λιγότερο για τη δημοκρατία και περισσότερο για μια φαντασιακή εθνική υπερηφάνεια· περισσότερο για ισχυρούς άνδρες και τελετουργίες παρά για αξιοπρεπή διαβίωση. Τα θεάματα βαραίνουν περισσότερο κι από τον άρτο ακόμα.
Η τρίτη διαστροφή είναι ο κατακερματισμός: μια αυτοκτονική διαδικασία. Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά στη στροφή των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό και προς την τρέλα, ενώ οι δεξιοί και αριστεροί αντιευρωπαϊστές οξύνουν, ψευδόμενοι, το πνεύμα της διχόνοιας. Προφανώς, όταν αλλάζουν οι συνθήκες και οι «εχθροί» -μια έννοια που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε λες και ζούμε σε ιδεώδη κόσμο όπου αμφίβια τέρατα χορεύουν μαζί μας μέσα στο νερό- πρέπει να αλλάζει και η πολιτική. Καθώς και το φρόνημα. Υπό αυτό το πρίσμα, η «εθνική κυριαρχία» είναι υπερεκτιμημένη. Στην ουσία πρόκειται για μια έκφραση χωρίς περιεχόμενο που αρέσει στις μάζες αλλά διασπά τη Δύση δημιουργώντας εσωτερικούς εχθρούς: π.χ. τη «γραφειοκρατία», τα «μονοπώλια» και άλλες νοσηρές έμμονες ιδέες. Τι νόημα έχει η εθνική κυριαρχία όταν οι λαοί δεν ξέρουν πώς να κυβερνηθούν ή όταν ισούται με τον εθνικισμό, την απόσχιση, τον απομόνωση και την εξασθένιση; Για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να υπερβούν τους φόβους τους, οι δυτικές χώρες πρέπει να επινοήσουν από την αρχή τις συμμαχίες τους με ορίζοντα την ομοσπονδοποίηση, την ενιαία στρατηγική: αν το μέλλον δείχνει προς μια μορφή απομονωτισμού υπό την έννοια της μη επέμβασης εκτός συνόρων, αυτός πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις δυτικές δημοκρατίες, προκειμένου να ενοποιούνται οι πληροφορίες και οι δυνάμεις στρατιωτικής απόκρισης. Οι χώρες που, στην πορεία της ιστορίας, διεκδίκησαν ανεξαρτησία χωρίς προϋποθέσεις μεγέθους και ισχύος -π.χ. η Κύπρος- έγιναν ακόμα πιο ευάλωτες. Στις επιθέσεις που δέχτηκαν δεν τις βοήθησε κανείς.
Το στοίχημα δεν είναι να πολεμήσουμε τους εχθρούς μας, αλλά να αναχαιτίσουμε την επιθετικότητά τους. Αν περιγράφουμε τον κόσμο σαν το υγρό τοπίο των καλών αισθημάτων όπου οι κακές πράξεις έχουν μια «καλή», ή έστω, δικαιολογημένη αφετηρία, θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στον ηθικό σχετικισμό και στην πολιτική ορθοφροσύνη. Η ανεκτικότητα την οποία πρεσβεύουμε περιλαμβάνει την τυραννία· τον φαντασιακό εξανθρωπισμό των τεράτων.