Καθώς κάθεται η σκόνη από τη μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση γίνεται αντιληπτό πως μέρος των προβλημάτων που δημιούργησε έχουν διαρθρωτικό και μόνιμο χαρακτήρα.
Το πιο προβεβλημένο διαρθρωτικό πρόβλημα είναι αυτό της φυγής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Φυγή που έχει ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο και σε συνδυασμό με τη ραγδαία πτώση του ενεργού πληθυσμού στα τέλη της δεκαετίας του 2020, λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης, οδηγεί στην απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα με τις αυξημένες τάσεις συρρίκνωσης της βάσης του εργατικού και επιστημονικού δυναμικού της χώρας, μια παρατήρηση στα μεγέθη που αφορούν το πάγιο κεφάλαιο αποκαλύπτει τις έντονες τάσεις απαξίωσής του.
Σύμφωνα με στοιχεία της Fed, το 2010-2014 είναι η μοναδική περίοδος στη μεταπολεμική Ελλάδα που η αξία του παγίου κεφαλαίου βαίνει μειούμενη.
Το στοιχείο αυτό ενισχύεται και από την εικόνα του αποθέματος άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, που από 53 δισ. δολάρια το 2007 μειώνεται σε 24,6 δισ. δολάρια το 2014, για να αυξηθεί ελαφρώς στα 28,4 δισ. δολάρια το 2016, ή στο 15% του ΑΕΠ. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 49% του ΑΕΠ.
Στοιχείο της απαξίωσης του παγίου κεφαλαίου της οικονομίας είναι και ο όγκος των μεγάλων επιχειρήσεων που έκλεισαν ή εγκατέλειψαν τη χώρα.
Ηλεκτρονική Αθηνών, Μαρινόπουλος, Softex, Spider Stores, Σούπερ Μάρκετ Ατλάντικ, Fokas, Diana, Neoset, ΑΓΝΟ, BHS Πίτσος είναι μερικές από τις εταιρείες που προέβησαν σε παύση λειτουργιών. Αυτή η απαξίωση σε ανθρώπινο και πάγιο κεφάλαιο γεννά αμφιβολίες για την πορεία της Ελλάδας ως μέλους των οικονομιών υψηλού εισοδήματος.
Υπό αυτό το πρίσμα οι επενδύσεις τίθενται στο κέντρο της αναπτυξιακής εξίσωσης.
Μια αναπτυξιακή εξίσωση της οποίας η λύση έρχεται σε δύο στάδια. Πρώτο στάδιο, μέσω της διαμόρφωσης ενός επενδυτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα στη φορολογία, την ασφάλιση και τα δημοσιονομικά μεγέθη, από ένα αποτελεσματικό δημόσιο και μια γρήγορη δικαιοσύνη.
H ελληνική οικονομία όμως πάσχει από μια εκτεταμένη έλλειψη ρευστότητας. Ελλειψη που επιδεινώνεται από τα υψηλά πλεονάσματα που μεταφέρουν πόρους στο εξωτερικό και από τους αρνητικούς ρυθμούς αποταμίευσης.
Αυτό οδηγεί στο δεύτερο στάδιο της λύσης που περνάει ουσιαστικά μέσα από τις επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο μια πρόταση για συμφωνία μείωσης των πλεονασμάτων στο 1,5%, χωρίς περιορισμό της δημοσιονομικής προσπάθειας και διοχέτευση των υπόλοιπων πόρων της προσαρμογής σε ένα δημόσιο επενδυτικό κεφάλαιο υπό επαγγελματική διαχείριση καθίσταται κομβικής σημασίας για τη χάραξη μιας ενεργητικής πολιτικής επενδύσεων.Ενα τέτοιο κεφάλαιο θα μπορούσε να πραγματοποιεί τοποθετήσεις σε ελληνικές υποδομές και παραγωγικές δομές σε συνεργασία με ξένους επενδυτές και private equity funds.
Η δημιουργία fund συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ με συγχρηματοδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο και το κρατικό επενδυτικό fund των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Mubadala Investment, για επενδύσεις σε εταιρείες νέας τεχνολογίας είναι χαρακτηριστικό του δρόμου που πρέπει να χαραχθεί.
Ευελιξία και αποτελεσματικότητα είναι οι βάσεις για την οικοδόμηση της Ελλάδας του 21ου αιώνα.
Ευελιξία και αποτελεσματικότητα στις επενδύσεις, στην επιχειρηματικότητα, στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος μπορούν να διαμορφώσουν τις συνθήκες για την Ελλάδα της ευημερίας, της προοπτικής και της ελπίδας για τους νέους ανθρώπους.