Χθες έγραφα ένα κείμενο για τον Επιτάφιο. Και καθώς έγραφα, έπιασα τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζει το «Αι γενεαί πάσαι». Εγώ; «Παιδί» μιας «γενεάς» για την οποία, δεκαετίες ολόκληρες το Πάσχα ήταν απλώς μια ευκαιρία για απόδραση; «Τέκνο» μιας ουτοπιστικής, ανώριμης αντίδρασης που μας έκανε να πιστεύουμε ότι –και καλά –αν τρώγαμε καρμπονάρα τη Μεγάλη Παρασκευή και χαβαλεδιάζαμε την ώρα της Ανάστασης θα αλλάζαμε τον κόσμο προς το καλύτερο;.. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό τα τελευταία χρόνια. Και είναι από τα σημάδια που στοιχειώνουν μια διαπίστωση κοινή για τις περισσότερες γυναίκες. Οτι όσο μεγαλώνω μού θυμίζω τη μάνα μου. Ή, ασυνείδητα, τη μιμούμαι. (Ακόμη και σε αυτό το ένρινο της φωνής της όταν έψελνε τους ύμνους). Μια γυναίκα που δεν είχε πολλά πολλά με την Εκκλησία αλλά συμμετείχε, ανεβάζοντας τους δραματικούς της τόνους, στα τελετουργικά της Μεγάλης Εβδομάδας. Με έμφαση στο τροπάριο της Κασσιανής, τα δώδεκα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και τη Μεγάλη Παρασκευή –γιατί από το Σάββατο το πρωί άρχιζαν οι μαγειρίτσες, πολλές φορές δεν προλάβαινε να πάει καν στην Ανάσταση, αφήστε που φοβόταν μήπως από τις γύρω λαμπάδες φουντώσουν τα μαλλιά της. Γιατί όμως αυτό εμένα μου έκανε κάτι σαν την ιεροτελεστία της Ανοιξης, πολύ πριν μάθω για το χορόδραμα του Στραβίνσκι;
Γιατί αυτό είναι το Πάσχα. Μια γιορτή με θρησκευτικό μεν πρόσημο αλλά με βαθιές ρίζες σε παγανιστικές τελετουργίες της αρχαιότητας που είχαν να κάνουν με την αναγέννηση της φύσης. Οπως το λέει ο Μίχαλος Ρούσης στον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» του Καραγάτση. «Μα οσοδήποτε κι αν έχει σκάψει ο σκεπτικισμός του εγωισμού τα θεμέλια μιας ψυχής και μιας συνείδησης, δεν σταματούν, ψυχή και συνείδηση, να είναι συναισθηματικά δεμένες με την παράδοση και τη συνήθεια. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός που σε δίδαξαν να λατρεύεις νήπιο. Και μεγάλωσες κι αντρειώθηκες αν όχι μέσα στην πίστη του, αλλά μέσα στις εκδηλώσεις της λατρείας του. Ενα μεγάλο μέρος της ποίησης της ζωής σου –και η ποίηση είναι ευτυχία –ρυθμίστηκε πάνω στον χριστιανισμό, την οργανωμένη του σ’ Εκκλησία μορφή, τις γιορτές του, τις τελετές του που κυβερνάν, έστω κι από συνήθεια, πολλές απ’ τις ζωικές εκδηλώσεις των άπιστων που ‘τυχε να ανήκουν τυπικά στη χριστιανική θρησκεία». Κι ύστερα, μέσα σε αυτήν την εβδομάδα που τελειώνει αύριο είναι σαν στριμώχνονται όλες οι αντιφάσεις που μας χαρακτηρίζουν ως λαό, οι εξάρσεις και οι μεγάλες ιδέες μας, οι φόβοι, οι αναφορές και οι ενοχές μας και, κυρίως, η έφεση να δραματοποιούμε με τον ίδιο τρόπο και το καλό και το κακό.
Η συνειδητή επιλογή της θυσίας, η προδοσία, ο πόνος, η αυτοτιμωρία στον αγρό του Κεραμέως, ένα φιλί, ένα στεφάνι από αγκάθια, τα διαμερισμένα ιμάτια. Και πάνω απ’ όλα, η απόλυτη υπόσχεση της Ανάστασης. Ισως ακόμη και γι’ αυτό έχουμε την τάση το Πάσχα να γυρίζουμε στους γενέθλιους τόπους μας, κάτι σαν επιστροφή στη «μήτρα»… Κάπως έτσι συνειδητοποιώ πόσο ανώριμη υπήρξα όταν πίστευα ότι με τις καρμπονάρες της Μεγάλης Παρασκευής κάνω αντίσταση στο «παλιό». Η ουσιαστική αντίσταση είναι να ενδώσεις για λίγο σε αυτήν την συνωμοσία του Πάσχα. Οπως το λέει ο Σεφέρης: «Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μία ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα». Ή ο Καρούζος: «Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες, τίποτα. Μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς».
Καλή μας Ανάσταση.