Ο φίλος μου ο Γιώργος το Πακιό όταν ήρθε παιδί από τη Σίφνο στην Αθήνα, έψαχνε να βρει τη θάλασσα. Εμπαινε κάθε μέρα σ’ ένα λεωφορείο κι όπου τον βγάλει. Κανένα όμως δεν είχε για τέρμα του μια παραλία, έναν γιαλό. Μέχρι που μάζεψε μερικά λεφτά και είπε στο ταξί – «Πήγαινέ με θάλασσα».
Πονηρός ο ταξιτζής δεν τον πήγε ούτε Πειραιά ούτε Φάληρο. Τον πήγε Πόρτο Ράφτη. Του πήρε όλα τα λεφτά. Τον έβρισε αρκούντως γιατί το αγώι ήταν ακριβότερο και τον άφησε μόνο του παρά θίν’ αλός.
Ο φίλος μου ο Γιώργος το Πακιό (ο πάπφους του, έτσι λένε τον παππού στη Σίφνο, ήταν ο πρώτος βιολιτζής στο νησί. Οταν έφτανε λοιπόν στο τσακίρ κέφι το κοινό στο πανηγύρι, χτύπαγε παλαμάκια κι έλεγε ρυθμικά:
«Οπα κι όπα κι όπα κι όπα κι ο… Πακιό») με τα χρόνια βρήκε τη θάλασσα. Τη Σίφνο δεν βρήκε γι’ αυτό επιστέφει με κάθε ευκαιρία.
Αρχισα κι εγώ σιγά σιγά έτσι να τον αποκαλώ, κι όταν είδαν ότι του άρεσε έτσι τον φωνάζουν πια όλοι οι φίλοι, και τον κάνει πάρα πολύ να χαίρει και να ευφραίνεται.
Είναι σαν να ακούει στην ηχώ της λέξης πότε το βιολί του πάπφου του, πότε τη θάλασσα να σκάει στην παραλία. Ηρθε λοιπόν προχθές στο σπίτι, θυμήθηκε τη Μεγάλη Εβδομάδα μικρός στο νησί. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν η Μεγάλη μέρα του. Ακολουθούσε τον Επιτάφιο κρατώντας στα παιδικά του χέρια ένα εξαπτέρυγο. Τόσο τον είχε εξάψει η στιγμή, τα κορίτσια που έψελναν ακολουθώντας το «Ω γλυκύ μου έαρ», οι ναύτες με τα όπλα επ’ ώμου, το φως των κεριών που άλλαζαν το τοπίο μετατρέποντάς το σε κάτι μαγικό και από μέλι, που σε μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην περπατάει αλλά σαν να ίπταται και το εξαπτέρυγο πούπουλο.
Οταν ήρθε δε η ώρα που συναντήθηκαν όλα τα χωριά του νησιού σ’ ένα τρίστρατο κι έγινε σιωπή και μόνο η φωνή του παπά ακουγόταν μες στη νύχτα τότε πια… «Πώς να στο πω, αισθάνθηκα κάτι όχι σαν ζάλη, σαν να είχα γίνει άλλος».
Ετσι λοιπόν σαν «άλλος» όταν χωρίστηκαν ξανά τα χωριά και πήγαινε ο καθένας στην εκκλησία του, ακολούθησε κι αυτός συνεπαρμένος τον Επιτάφιο.
Φτάνοντας όμως στην εκκλησία είδε με απορία τον ναό να μην είναι ο Αϊ-Γιάννης, αλλά μια άλλη, άγνωστη. Εμεινε ενεός. Οι πιστοί άλλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους κι άλλοι στη λειτουργία.
«Κι εγώ μόνος μου σ’ ένα έρημο άγνωστο χωριό νύχτα με το εξαπτέρυγο στο χέρι. Ταράχτηκα. Εκατσα στο πεζούλι ώρα πολλή, μέχρι που ήρθε ο πάπφους μου, πού χάθηκες μωρέ κουκούμαυλος είσαι; με μάζεψε πήγαμε σπίτι».
Η αλήθεια κι εγώ όταν πρωτόρθα απ’ τη Σαλαμίνα, μείναμε για έναν καιρό στον Πειραιά, έτρεχα να βρω τη θάλασσα. Αρχιζα τη βόλτα απ’ την Πειραϊκή, μετά Φρεαττύδα και τέλειωνα Πασαλιμάνι (τώρα το λένε Ζέα) για να δω έκθαμβος τις αφίσες και τις φωτογραφίες μία μία στους τρεις κινηματογράφους στη σειρά «Σπλέντιτ», «Παλλάς» και «Κάπιτολ».
Οι τίτλοι δε με συνεπαίρναν σε τέτοιο βαθμό που τους ψιθύριζα για χρόνια. Δύο με είχαν σημαδέψει τα μάλα. Το «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας» και το ονειρώδες «Κατέστρεψα μια νύχτα τη ζωή μου».
Οχι, εμένα δεν μου ‘δωσαν ποτέ να κρατήσω εξαπτέρυγο.
Αλλά πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στη ζωή μου, περπατάω στην Αθήνα κι αισθάνομαι κι εγώ χαμένος σ’ ένα ξένο τοπίο, έρημος με το εξαπτέρυγο της νοσταλγίας στο χέρι.
Καλό σου Πάσχα Πακιό.
Καλή Ανάσταση σ’ όλους μας.
Πέντε Απριλίου του Σωτηρίου έτους
δυο χιλιάδες δέκα οκτώ.