Λίγο πριν το «Δεύτε λάβετε φως» σβήνουν τα φώτα. Στο ημίφως καταλαβαίνει κανείς πόσο ρεαλιστική είναι η βυζαντινή ζωγραφική, ιδίως η Κρητική Σχολή. Στις εκκλησιαστικές εικόνες, μικρά και εύστοχα αγγίγματα του καλλιτέχνη, με λευκό, στις κορυφές των όγκων, οργανώνουν τέλεια τα σχήματα των προσώπων, των σωμάτων που μετέχουν στο δράμα. Το ίδιο συμβαίνει στον ημίφωτο ναό. Οι άνθρωποι φωτισμένοι μόνο απ’ τα κεριά αγιογραφούνται, γίνονται εικόνες του πραγματικού και του άλλου κόσμου. Το αδύναμο φως είναι πιο αποκαλυπτικό. Φωτίζει περισσότερο τα μύχια.
Ισως δεν έχει αξιολογηθεί στον εκκλησιαστικό χώρο η μεγάλη θεατρική δύναμη του φωτισμού κι έτσι οι Λειτουργίες είναι συνήθως πάμφωτες, έχουν μια υπερδιαύγεια που μάλλον αποκρύπτει το ουσιώδες. Την αμφιβολία, την αμφιλογία , την υπόρρητη πλευρά του κόσμου.
Ο πέρα κόσμος, ο κάτω κόσμος, ο απόκοσμος, πάντα συγκινούσε. Η θρησκεία θεμελιώνεται στο επέκεινα, στην αγωνία για το Μετά, στην απόλυτη πεποίθηση για το επερχόμενο τέλος, στην αγωνία για το μετά το τέλος. Είναι αδιανόητο το τέλος, ένα τελικό τέλος. Ολόκληρη η αφηγηματική παράδοση, ιδίως η εικονογραφία, εξιστορεί τα επερχόμενα, τα μετερχόμενα. Οι σκηνές της Κόλασης, οι βρασμοί και οι καύσεις των αμαρτωλών, η νουθετική, παραινετική ελπίδα για την Ανάσταση, για το ότι μπορείς να διαφύγεις απ’ τη μοίρα, παρόλη την αμφιβολία, δίνει ένα πιο ενεργητικό χαρακτήρα στο κτίσιμο του βίου, στην επινόηση ενός εύπλαστου πεπρωμένου, στη διεκδίκησή του.
Οι λαϊκοί ζωγράφοι που εικονογραφούσαν περιστασιακά ξωκκλήσια ή φτωχοεκκλησίες ήταν πιο τολμηροί, πιο αυθάδεις. Αγνοώντας το σκληρό τυπικό, εμφυσούσαν μια ελευθερία μέσα στην ιστορία, μέσα στις εικόνες, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα βυζαντινών τεχνικών με προχριστιανικούς τρόπους. Τα εκλογίκευσε αυτά ο Κόντογλου, που ήταν διανοητής της νεωτερικότητας (ανεξαρτήτως αν νόμιζε ότι ήταν ο ακριβοδίκαιος συμβολαιογράφος του τόπου, των ηθών και των τρόπων). Χρησιμοποιούσε αυτή την αυθάδεια, τον υπερτροφικό και ιδιοφυώς ασυνεπή πλούτο που παραπατάει στην ιστορία, στην παραμυθία, στο θρύλο, στον καημό. Ζωγραφική των ελληνιστικών χρόνων, όπως επιβίωσαν στην Ρωμαϊκή και στα Φαγιούμ, σύγχρονη, «Δυτική» ογκοπλασία, παρεισφρέουν και εμπλουτίζουν και το αφήγημα, παραλλάσσοντας ρόλους και τρόπους. Αδάμ και Εύα, χυμώδεις λουόμενες, κακούργοι κ.λπ. επιτρέπουν να ξαναβρεθεί ένας ιστός, εντέλει, διά του παρισινού μοντερνισμού.
Ερχεται λάμνοντας το Πάσχα, δεν έχουμε, ίσως, το περίσσευμα ν’ αγαπήσουμε ξανά τα μεγάλα και στοιχειώδη. Η τυπολατρική, συχνά εκβιαστική και αβαθής εθιμοτυπία, ο επιπόλαιος και εξωτερικός σχετισμός με το «Θείο» δεν επιτρέπουν να δει κανείς τη μεγάλη πλευρά της μνήμης, της προσωπικής συλλογής, του αναστοχαστικού προσανατολισμού. Μια βαθιά «κοσμική» λειτουργία – αγωνία να νικήσεις τον καιρό, να επιβάλεις κι εσύ κάποιους όρους επιτέλους, να μη ζεις σε ένα προβεβλημένο περιθώριο. Η ζωγραφιά θυμάται, χωρίς αναγκαστικά να γνωρίζει. Κερδίζει και επαναφέρει μια μορφή βιώματος, έξω απ’ τη στοιχειοθετημένη και ετερόφωτη πληροφορία. Η ζωγραφική, η τέχνη, τα ποιήματα είναι σαν την λύπη. Ηδονίζουν συντρίβοντας. Φέρουν όμως την Καλή Ανάσταση.