«Διαθέτουμε χύμα κολόνια και ανθόνερο δι’ Επιταφίους»… Η ανάμνηση χάνεται στο βάθος των χρόνων. Δεν θυμάμαι καν αν είναι προσωπική ή τη θυμάμαι από μεταγενέστερες περιπλανήσεις μου στον Τύπο άλλων εποχών. Αυτό όμως έλεγε η ασπρόμαυρη διαφήμιση, στις εφημερίδες, με τα καλλιγραφικά λόξα γράμματα και την πολυτονική γραφή. Δημοσιευόταν στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας για να γίνει έγκαιρα η προμήθεια μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, τότε που από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών «έραιναν» τον Επιτάφιο. Στην περιφέρεια το κάνουν ακόμη και, φαντάζομαι, ότι θα υπάρχουν πάντα κάποια πιτσιρίκια όπως εμείς τότε που συμμετείχαμε στο τελετουργικό με τέτοιο ζήλο ώστε, αντί να ραίνουμε, μπουγελώναμε σχεδόν τους διερχόμενους πιστούς. Ποιος θα μας έλεγε κάτι μεγαλοπαρασκευιάτικα;
Εκτοτε, είναι η μόνη ίσως λεπτομέρεια που έχει ατονήσει, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όσον αφορά την περιφορά του Επιταφίου. Η οποία εξακολουθεί να είναι η πιο συμμετοχική τελετή στην Ελλάδα. Ανεξαρτήτως θρησκευτικού αισθήματος. Εχει τύχει να συνοδεύσω σε Επιτάφιο φίλους από το εξωτερικό που ουδεμία σχέση έχουν με την Ορθοδοξία ή τις παραδόσεις της χώρας μας. Και τους έχω δει να μένουν εκστατικοί παρακολουθώντας αυτό το δρώμενο που, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αναμοχλεύει την ευσέβεια της οποίας ο πυρήνας θεωρώ ότι υπάρχει στη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων –και στους άθεους.
Ακόμη και στις ημέρες μας που, αντί για τα μπουκαλάκια με το «μύρο», υψώνονται τα κινητά προς βιντεοσκόπηση και, εν συνεχεία, ποστάρισμα, ο Επιτάφιος είναι η αφορμή για να καθίσουν πλάι πλάι και να κάνουν με τον ίδιο τρόπο τον σταυρό τους, συνειδητά ή ασύνειδα, θρησκόληπτες γιαγιάδες και χίπστερ με τατουάζ. Αυτή η υπερβατικότητα του τελετουργικού αποτυπώνεται ακόμη και στα λόγια του ύμνου. Η μάνα που ενταφιάζει τον Θεάνθρωπο γιο της δεν θρηνεί για τη σοφία του αλλά για την ομορφιά του. «Πού έδυ σου το κάλλος».