Πάντα αντιπαθούσα τις γάτες. Δεν είχα ποτέ γάτα γιατί της απέδιδα διάφορα ελαττώματα, που ίσως έχει, ίσως και όχι. Θεωρούσα ότι παίρνει ελευθερίες μόνη της, δεν διδάσκεται ποτέ τίποτα και ιδίως δεν μπορείς να υπολογίζεις στην πίστη της και την αφοσίωσή της. Βέβαια είχα στο περιβάλλον μου πολλούς γατόφιλους. Θυμάμαι στο Παρίσι τον μετέπειτα πρόεδρο της Σχολής Καλών Τεχνών, ζωγράφο Νίκο Κεσσανλή, ο οποίος είχε αγοράσει ένα χώρο σε μια συνοικία υπό κατάρρευση του 15ου διαμερίσματος, στο οποίο είχε κατασκευάσει, εργαζόμενος ο ίδιος, με βάση δικά του σχέδια, ένα συγκρότημα κατοικίας, ατελιέ και αποθηκών, που εξυπηρετούσε όλες τις ανάγκες του. Ο χώρος ήταν γεμάτος έργα διαφόρων διάσημων ζωγράφων, Ελλήνων και ξένων, και στο κέντρο του άναρχου συγκροτήματος «κάλυψης αναγκών», όπως ονόμαζε το κατασκεύασμα του Κεσσανλή ο επίσης φίλος και τώρα μακαρίτης Νίκος Πουλαντζάς, εθρόνιαζε ένα μεγάλο τραπέζι από καρυδιά όπου μας σερβίριζε ο Κεσσανλής, και η επίσης εξαιρετική ζωγράφος συμβία του Χρύσα Ρωμανού, αριστουργήματα της γαλλικής κουζίνας. Ο γάτος του ζεύγους έτρωγε αναιδέστατα λίγο πιο πέρα, σε πιάτο εξαιρετικής ποιότητας, το ίδιο φαγητό. Τον θυμάμαι, παραδείγματος χάριν, να ξεκοκαλίζει «Caille sur canapé» και να γλείφει την ποτισμένη από το φουαγκρά και τα ζουμιά του ορτυκιού φρυγανιά, την οποία δεν καταδεχόταν. Μετά να γλείφει τα μουστάκια του, να κλάνει θορυβωδώς και να βαδίζει κουνιστός προς το κεκλιμένο παράθυρο, που είχε προβλέψει ειδικά γι’ αυτόν ο Κεσσανλής στη σοφίτα. Μόλις δε πατούσε στα κεραμίδια να ξαπολύει πολεμική ερωτική κραυγή προς όλα τα σημεία του ορίζοντα καλώντας σε ολονύκτιο όργιο, Κύριος οίδε, τι ακατονόμαστες τετράποδες παλλακίδες.
Αντιθέτως ελάτρευα τους σκύλους. Μεγάλωσα μαζί με τον Λέοντα, που γεννήθηκε και αυτός το 1938, αδυνάτισε μαζί μου στη διάρκεια της Κατοχής και φαντάζομαι συμμερίστηκε την άγρια χαρά μου όταν ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την πόλη. Κρύφτηκε μαζί μου στο σπίτι της γραμματέας του ΚΚΕ, που είχε περισσότερο μυαλό από την καθοδήγηση που είχε διατάξει να συλληφθεί η μητέρα μου, εαμικό στέλεχος, και να οδηγηθούμε προς τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας ως όμηροι με τα πόδια. Συνήθισε στα τρόφιμα που μοίραζαν οι Εγγλέζοι όταν μας απελευθέρωσαν από τους «ταξικούς αγωνιστές» και δέχθηκε να τον ονομάσω Λέοντα γιατί είχε κανελί χρώμα και από κάποια τυχαία διασταύρωση πλούσιο μαλλί σαν χαίτη γύρω απ’ τον λαιμό του.
Ο Λέων ήταν αφορμή να έχω και ένα σύντομο θρίαμβο στο σχολείο όταν η κυρία Ελπίδα, που μας εδίδασκε ελληνικά, είχε καλέσει δύο ή τρεις συμμαθητές μου να αποκαταστήσουν την χαμένη προέλευση κοινών λέξεων. Εκνευρίστηκε πολύ η κυρία Ελπίδα όταν ο συμμαθητής μου απέδωσε την προέλευση της λέξεως «πεπόνι» στο κατασκεύασμα που εκείνη τη στιγμή φαντάστηκε: «πέπων»! Οταν προχώρησε η κυρία Ελπίδα και είπε «γουρούνι», πετάχτηκε μία συμμαθήτριά μου, που έγινε μετά φιλόλογος και καθηγήτρια γυμνασίου, και αφού επήρε κατά τα καθιερωμένα τον λόγο εκσφενδόνισε: «γούρων Κυρία»! «Γούρων είσαι και φαίνεσαι», της απάντησε η εξαντλημένη πια Ελπίδα και μετά απευθύνθηκε σε εμένα. «Ας δοκιμάσουμε τώρα κλίσεις. Λέων», είπε ως εκ θαύματος. Τι ήταν αυτό το θαύμα; «Λέοντος, Λέοντα, Ω Λέων», έστειλα το νικητήριο σάλπισμά μου στα αφτιά της δασκάλας, με την οποία ήμουν, περιττό να σας πω, απελπιστικά ερωτευμένος.
Τον Λέοντα τον ετάιζα συνήθως αποφάγια. Είχαμε μόνο ένα σημείο τριβής. Η αρβανίτισσα γιαγιά μου θεωρούσε γενικά τις σεξουαλικές επαφές άχρηστες και αμαρτωλές, όταν δεν είχαν σκοπό την αναπαραγωγή. Επειδή δεν είχε λοιπόν προγραμματίσει την τροφοδοσία δεύτερου σκύλου, κρατούσε τον Λέοντα τον κακομοίρη σε πλήρη σεξουαλική απομόνωση με αποτέλεσμα ο σκύλος, την άνοιξη ιδίως, να εκδηλώνει διάφορα στοιχεία νευροπάθειας, αφού έζησε και πέθανε στα 15 χρόνια του, αν εξαιρέσει κανείς καμιά μαλακία σκυλίσια, απόλυτα παρθένος.
Την περιορισμένη από τους υψηλούς τοίχους της φάρμας κατοικίας του και μονότονη ζωή του, ο Λέων μπορούσε να διασκεδάσει μόνο όταν από ψηλά απ’ τον τοίχο περιέρχονταν στην χωρίς έλεγχο δικαιοδοσία του κάτι περίεργα σφαιρικά αντικείμενα. Ηταν οι μπάλες τις οποίες κλωτσάγαμε μετά μανίας εμείς οι ποδοσφαιριστές του Αρη Παραλίας, που διέθετε τους εφήβους του στον Πανελευσινιακό, αλλά είχε και πέντε ομάδες τσικό, η μικρότερη από τις οποίες αποτελείτο από εμάς, δηλαδή πιτσιρικάδες 10 έως 12 ετών. Αρχικά όλοι παίζαμε με χειροποίητες μπάλες που κατασκευάζαμε με κουρέλια σφιγμένα συμπαγώς σε κάποιο γυναικείο ύφασμα, κάλτσα προπολεμική ή κατάλοιπα από κιλότες ή κομπινεζόν που βρίσκαμε στα σκουπίδια. Μετά προσκόμισα από την Αθηναϊκή Αγορά ένα τόπι λαστιχένιο και, ω του θαύματος, μία ημέρα εμφανίστηκα με ένα αριστούργημα της τεχνολογίας, που ήταν μια δερμάτινη μπάλα με σαμπρέλα, που είχε φέρει, μαζί με άλλα λάφυρά του από τη Μέση Ανατολή, ο πατέρας μου όταν γύρισε ζωντανός από τον πόλεμο. Αυτήν την μπάλα τη θυμούνται οι σπάνιοι επιζώντες άνω των 75 Ελευσίνιοι, όπως φαντάζομαι οι πρωτόγονοι άνθρωποι θυμόντουσαν την πρώτη φωτιά ή τον πρώτο τροχό που είχαν ανακαλύψει.
Οπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν παίξει ποδόσφαιρο, καμιά φορά η μπάλα ξεφεύγει και πάει εκεί που δεν πρέπει. Το σφαιρικό αντικείμενο, που ερχόταν πάνω από τον τοίχο να διαταράξει τη μίζερη ζωή του, ο Λέων αντιμετώπιζε, όπως ήταν φυσικό, εχθρικά. Το κυνηγούσε πάνω κάτω και αν του περίσσευε χρόνος το καταξέσκιζε με τα δόντια του. Στάθηκε αδύνατο να του εξηγήσω πόσο πολύτιμα ήταν για εμένα αυτά τα στρογγυλά αντικείμενα και ότι έπρεπε να τα σέβεται και να μου τα εγκαταλείπει κάθε φορά που έτρεχα λαχανιασμένος να τα σώσω από τα δόντια του.
Σήμερα έχω τρία παιδιά. Εχουν άφθονες μπάλες στη διάθεσή τους. Και τρία σκυλιά, που έχουν δικά τους αντικείμενα για να εξασκούν τις μασέλες τους και οργανωμένη από τα αφεντικά τους ερωτική ζωή. Οταν τα αποφάγια δεν είναι του γούστου τους, η διατροφή τους συμπληρώνεται από ξηρά τρόφιμα ειδικά προς τούτο, παραγόμενα από ντόπιες και πολυεθνικές βιομηχανίες. Ετσι τουλάχιστον ήταν τα πράγματα έως το 2015. Τότε ανέλαβαν να μας σώσουν απ’ τα Μνημόνια οι μαρξιστές του Τσιπρανέλ. Μέσα σε 3 χρόνια πλήθυναν οι εξαθλιωμένοι μικροαστοί, κυρίως συνταξιούχοι, που έψαχναν για τη διατροφή τους στα σκουπίδια. Καταβαραθρώθηκε το βιοτικό μας επίπεδο. Οι φτωχοί, για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα όριο προσδιορισμένο επίσημα για την κυβέρνηση, έγιναν η πλειοψηφία του πληθυσμού. Οι παρυφές της κυβερνητικής παράταξης αποφάσισαν να εισαγάγουν ένα νομοσχέδιο, αφού προστατέψαν τους μετανάστες και άλλες κατηγορίες εξαθλιωμένων, για να προστατέψουν και τα κατοικίδια ζώα. Στο μεταξύ, θορυβημένοι από την αγριότητα που επεδείκνυε ένα τμήμα του δίποδου πληθυσμού, ορισμένοι πολίτες είχαν συγκροτήσει ΜΚΟ προστασίας των ιδίων υπάρξεων και έκαναν μια πολύ αξιόλογη δουλειά ταΐζοντας, βρίσκοντας καταφύγια και τελικά στειρώνοντας τα αδέσποτα ζώα ώστε να μην πολλαπλασιάζονται. Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε γιατί καταργούσε με ένα του άρθρο τη δράση αυτών των εθελοντικών οργανώσεων.
Στη σύντομη αυτή ιστορία βρίσκετε καταγεγραμμένη την αγριότητα του Μπολσεβικισμού, που οδήγησε στο θάνατο από πείνα ή εκτέλεσε εκατομμύρια ανθρώπους στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στην Κεντρική Ασία, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα και πρόσφατα στην Καμπότζη για να καταπνιγεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Για να πάψει η φιλανθρωπία να υπάρχει ως συναίσθημα και να αφεθεί ανενόχλητο ένα παντοδύναμο κράτος να διαμορφώνει τον πληθυσμό όπως ήταν σχεδιασμένο. Η βία και ο θάνατος ήταν προτιμότερα από την ελεημοσύνη. Πριν αρχίσουν να μαζεύουν ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια για να τους οδηγήσουν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας («γκουλάγκ» τα λέγανε άλλοτε αλλού), μαζέψτε τους!