Εάν δεν έχεις χωριό ή έναν τόπο που να τον αγαπάς σαν χωριό σου, το Πάσχα στην Αθήνα είναι ό,τι καλύτερο.
Βλέπω τους εκδρομείς, που –εκ του υστερήματος οι περισσότεροι –αγοράζουν ακτοπλοϊκά και αεροπορικά εισιτήρια, φορτώνουν τα αυτοκίνητα και βγαίνουν στην Εθνική Οδό, τους βλέπω και ειλικρινά αναρωτιέμαι εάν συνειδητοποιούν τι αφήνουν πίσω τους.
Η αττική γη, έστω και καταπλακωμένη από τόνους τσιμέντο, ξυπνάει με την άνοιξη.
Οι αμυγδαλιές και οι γαζίες ανθίζουν όπου βρουν –σε στενά πεζοδρόμια, σε πιλοτές πολυκατοικιών -, μοσχοβολούν. Τα χελιδόνια επιστρέφουν από τις χώρες του Νότου, τσακώνονται με τα σπουργίτια που έχουν καταλάβει κατά την πολύμηνη απουσία τους τις φωλιές τους, βρίζουν μέσα απ’ τα ράμφη τους, τα απειλούν με έξωση –αστυνομία όμως των πουλιών δεν υπάρχει -, το παίρνουν τελικά απόφαση κι αρχίζουν να χτίζουν καινούργιες. Οι γάτες έχουν σκούξει με την καρδιά τους τον Γενάρη και Φλεβάρη, έχουν ζευγαρώσει με τους νταήδες της γειτονιάς και τώρα, γκαστρωμένες, γουργουρίζουν στον ήλιο. Τα περιστέρια και οι δεκαοχτούρες –που φέτος, 2018, είναι η χρονιά τους –αντιστέκονται στον ανηλεή διωγμό από τους ανθρώπους, αρνούνται τη συκοφαντία ότι αποτελούν εστίες μόλυνσης, ποντίκια με φτερά. Επιμένουν να συναθροίζονται σε στέγες και σε πλατείες, να παρακολουθούν ανελλιπώς την αλλαγή φρουράς στον Αγνωστο Στρατιώτη, να κάνουν ντου ομαδικά σε μισοφαγωμένα σάντουιτς και σε κουλούρια, να μην αφήνουν ούτε ψιχουλάκι. Ο αέρας ανεβαίνει από τη θάλασσα στη λεωφόρο Συγγρού, φτάνει ενίοτε μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, δροσίζει τη μαρμάρινη Μελίνα.
Μονάχα τα σουβλατζίδικα και οι χασαποταβέρνες που σέβονται τον εαυτό τους μένουν κλειστά τη Μεγάλη Εβδομάδα, τιμούν το Θείο Πάθος, αξιοποιούν παράλληλα τις μέρες για να ανακαινιστούν.
Η κοσμοσυρροή καλά κρατεί μέχρι το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. Τότε όλα τα μαγαζιά κατεβάζουν ρολά. «Θα πάτε στο “Ω Γλυκύ μου Εαρ”;». «Πότε δεν πήγαμε;». Η παράδοση είναι το άλλο όνομα της πίστης. Από νωρίς το απόγευμα, οικογένειες και μοναχικοί γεμίζουν τις εκκλησίες. Πρόσκοποι και παπαδάκια φρουρούν τιμητικά τον Επιτάφιο –ενορίτισσες τον έχουν στολίσει αποβραδίς –όποιος τον προσκυνάει κλέβει κι ένα λουλουδάκι για καλή τύχη. Το σούρουπο ξεκινούν οι περιφορές. «Είναι η κηδεία του Χριστού…» έλεγε η μάνα μου.
Οσο ζούσε ο πατέρας μου ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο του Α’ Νεκροταφείου. Το παιδικό μου βλέμμα στεκόταν στην Ωραία Κοιμωμένη, στους ξύλινους σταυρούς του Κωνσταντή και της Δέσποινας Κανάρη, στο μνήμα της Ελένης Παπαδάκη – «Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα κι οι εννιά αδελφές έσκυψαν να της βάλουν των αιώνων το στεφάνι» καταλήγει το επιτύμβιο του Αγγελου Σικελιανού… Οταν πια είχαμε εκεί τον δικό μας πεφιλημένο νεκρό, το αποφεύγαμε. Προτιμούσαμε το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στους πρόποδες της Ακρόπολης. Μου άρεσε που οι θρήνοι ψάλλονταν εκεί σε πολλές γλώσσες, σε εβραϊκά, αραβικά και ρώσικα, υπογραμμίζοντας την οικουμενικότητα του γεγονότος.
Ανάσταση όμως κάναμε πάντα στην Κυψέλη. Δυό βήματα από το πατρικό μου, στην Αγίας Ζώνης, εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια λειτουργεί το Ασυλο Ανιάτων. Οι τρόφιμοί του δεν μένουν πίσω από κλειστές πόρτες, κυκλοφορούν με τα καροτσάκια τους στον πεζόδρομο, συχνάζουν στα καφενεία κάτω από τον Πλάτανο, μιλούν με τους περίοικους, αποτελούν κομμάτι αναπόσπαστο της γειτονιάς. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου μαζεύονται στο εκκλησάκι της οδού Νάξου. Εκεί πηγαίναμε κι εμείς. Και κάθε χρόνο βλέπαμε τον Στάθη Ψάλτη, τον κοσμαγάπητο λαϊκό κωμικό. Με τα χρυσά του δαχτυλίδια και τις χρυσές καδένες, με τα φανταχτερά πουκάμισά του, έστεκε ανάμεσα στους ανίατους, που τον κοιτούσαν με θαυμασμό, «είναι και φέτος μαζί μας ο Στάθης!». Σαν να τους έλεγε «κοινή η μοίρα των ανθρώπων»…
Καλή Ανάσταση!