Είναι κάποια ονόματα που, ενώ τα αναφέρουμε ή τα ακούμε συχνά, στο μυαλό μας έχουν καταγραφεί ως επωνυμίες. Ετσι ξεχνάμε ότι ανταποκρίνονται σε ανθρώπους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν γίνονται σημείο αναφοράς στους καθημερινούς μας διαλόγους. «Είμαι στου Σκλαβενίτη», «Αύριο θα πάω Σκλαβενίτη», «Εχει έναν Σκλαβενίτη δυο δρόμους παρακάτω». Φράσεις που ορίζουν έναν χώρο, μία διεύθυνση, μία δουλειά που πρέπει να γίνει. Βέβαια, η αναφορά στον Σκλαβενίτη είχε αρχίσει τα τελευταία χρόνια, έστω και αχνά, να προσωποποιείται.
Μια εταιρεία που εν μέσω κρίσης δεν κάνει απολύσεις, δίνει αυξήσεις στους υπαλλήλους της, δεν ανοίγει τις Κυριακές που λειτουργούν τα μαγαζιά, στους προαύλιους χώρους των καταστημάτων της περιθάλπονται τα αδέσποτα δεν μοιάζει και πολύ πιθανόν να διοικείται από μάνατζερ που έρχονται και παρέρχονται. Εστω και έτσι όμως, στη συνείδηση του πολύ κόσμου υπήρχε ένας αόριστος «κύριος Σκλαβενίτης» που φρόντιζε για όλα αυτά. Και –τι τραγική ειρωνεία! –μόνο όταν έφυγε από τη ζωή, τόσο πρόωρα και τόσο ξαφνικά, ο αόριστος αυτός κύριος έγινε ο Στέλιος Σκλαβενίτης. Ενας αδόκιμος θάνατος, που μέσα σε λίγες ώρες ανέδειξε στη συνείδηση του μεγάλου κοινού ένα είδος λαϊκού ήρωα. Ενας επιχειρηματίας που έγινε είδωλο της μαζικής κουλτούρας. (Εστω και αν ο ίδιος, όσο ζούσε, επεδίωκε το ακριβώς αντίθετο). Δέκα, τουλάχιστον, χιλιάδες άτομα σε μία κηδεία στη μικρή μας πόλη είναι πάρα πολλά.
«Εμείς μπακάληδες είμαστε» έλεγε ο πατέρας του Σπύρος Σκλαβενίτης που, ακόμη και όταν είχε δημιουργήσει την αλυσίδα καταστημάτων, δεν το είχε σε τίποτα να εμφανίζεται στη γειτονιά του στον Πειραιά (κοντά στον Ναυτικό Ομιλο) με αλεύρια στα ρούχα. Και αυτό δεν ήταν στυλ αλλά μία φιλοσοφία ζωής με την οποία είχε γαλουχήσει α τέσσερα παιδιά του. Τον Μάκη, τον Στέλιο, τη Μαρία και τη Βίκη. Η ιστορία της οικογένειας ταυτίζεται με την εξέλιξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μεταπολεμικά χρόνια. Κι αν πάμε πιο πίσω, με την ιστορία του έλληνα εμπόρου από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Αυτού του ακαταπόνητου, ευρηματικού τύπου που ξεκινούσε από το μηδέν και η ανάγκη για επιβίωση τον έκανε να φτάσει στο άπαν. Που γι’ αυτόν οι δυσκολίες λειτουργούσαν ως πρόκληση. Που ρισκάριζε να προχωρήσει όταν οι άλλοι του έλεγαν «σταμάτα». Που ανακάλυπτε τη θεωρία στην πράξη. Και αποδείκνυε αυτό που ο αυστραλός επιχειρηματίας Ρόμπερτ Κέρμπι, όπως μου έλεγε σε μια συνέντευξη, είχε διδαχθεί από τον πατέρα του Ροκ, ιδρυτή της Village. «Λίγες σταγόνες αφοσίωσης φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα από μια δεξαμενή τεχνογνωσίας».
Ο παππούς Γεράσιμος Σκλαβενίτης ξεκινά την επιχειρηματική του δραστηριότητα στη Λευκάδα, τη δεκαετία του 1920, με εμπόριο ξυλείας. Οταν μια μεγάλη παρτίδα εμπορευμάτων καίγεται, ξεπληρώνει τους οφειλέτες στο ακέραιο και έρχεται οικογενειακώς στην Αθήνα. Οι δύο γονείς πεθαίνουν στην Κατοχή και ο Σπύρος, έφηβος ακόμη, δουλεύει από δω κι από κει για να επιβιώσει. Στην αρχή της δεκαετίας του 1950, μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε όχι μόνο να ορθοποδήσει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά και να μπει σε μια περίοδο ευημερίας, ο Σπύρος Σκλαβενίτης με τον μεγαλύτερο αδελφό του Γιάννη αρχίζουν να ασχολούνται με το εμπόριο ειδών μπακαλικής. Στα μέσα της δεκαετίας δημιουργούν την εταιρεία Σκλαβενίτης και Σια και δέκα περίπου χρόνια αργότερα την πρώτη εταιρεία delivery τροφίμων στη χώρα. Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’70, το πρώτο σουπερμάρκετ Σκλαβενίτης έχει ήδη ανοίξει στο Περιστέρι. Για τη φτωχική τότε περιοχή και μόνο η λέξη σουπερμάρκετ ακουγόταν εξωτική. Προσέφερε όμως μία επίφαση στοιχειώδους πολυτέλειας στην καθημερινότητα των κατοίκων της.
Ο Στέλιος Σκλαβενίτης γεννήθηκε το 1965 και ανδρώθηκε σε αυτά τα σουπερμάρκετ που άρχισαν να εξαπλώνονται αρχικά στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Διαμορφώνοντας τότε τις καταναλωτικές συνήθειες ενός υποβαθμισμένου πληθυσμού που επιχειρούσε τη μεγάλη έξοδο σε μια καλύτερη ζωή. Οι νεανικοί του φίλοι τον θυμούνται ως ένα αγόρι εξαιρετικά σεμνό που ποτέ δεν εξαργύρωνε την ταμπέλα του οικογενειακού ονόματος στις κοινωνικές του συναναστροφές. Ενα «Πειραιωτάκι» (με τη μυθολογία που κουβαλά αυτό το προσωνύμιο) αγαπητό σε όλους. Και που η ενασχόλησή του με την επιχείρηση της οικογένειας ήταν μονόδρομος. Σε αυτόν τον δρόμο πορεύτηκε με τις αρχές που διδάχθηκε από τον πατέρα του. Ετσι, οι αριθμοί της ανάπτυξης, οι συγχωνεύσεις, τα καταστήματα σε όλη την Ελλάδα, το δίκτυο των προμηθευτών, ακόμη και τα 25.000 άτομα που απασχολεί σήμερα η εταιρεία, της οποίας ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα όσο το ότι για τον Στέλιο Σκλαβενίτη ο τελευταίος αποθηκάριος των σουπερμάρκετ και το πλέον πρωτοκλασάτο στέλεχος της επιχείρησης ήταν συνεργάτες. Και το μότο του: «Μπορείς να κάνεις κάποιον καλύτερο; Να τον κάνεις. Δεν μπορείς; Αφησέ τον, μην τον ενοχλείς».
Το 2015 οι άνθρωποι πίσω από την ταμπέλα Σκλαβενίτης έγιναν πιο γνωστοί με αφορμή την εξαγορά τού υπό πτώχευση δικτύου καταστημάτων Μαρινόπουλος, γεγονός που διέσωσε χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ενα ριψοκίνδυνο επαγγελματικό άνοιγμα ενώ θα μπορούσε να επωφεληθεί από το ότι ένας ανταγωνιστής του είχε βγει από τον χάρτη. Κι εδώ μου θυμίζει τον Γιούγκερμαν, τον ήρωα στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καραγάτση, που όταν προσφέρεται να διασώσει την μπατιρημένη κλωστοϋφαντουργία Γόρτυς, ο ιδρυτής της τον ρωτάει γιατί το κάνει. Για να του απαντήσει ο Γιούγκερμαν: «Διότι δεν το αξίζει η Ελλάδα να αφανιστείτε».
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τον Στέλιο Σκλαβενίτη. Το πιο σημαντικό όμως το «είπαν» γι’ αυτόν οι ανταγωνιστές του, που την ώρα της κηδείας του έκλεισαν τα καταστήματά τους.