«Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος η ελευθερία στην άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι δεδομένο ότι θα διευρυνθεί», τονίζει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος εξηγεί σε συνέντευξή του στο «Εθνος της Κυριακής» ότι η χώρα θα περάσει από τη φάση της επιτροπείας στη φάση της εποπτείας επί των στόχων, για να σημειώσει ότι «η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους θα δημιουργήσουν νέα δεδομένα και θα ευνοήσουν πολιτικές αναδιανομής αλλά και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζόμενων». «Όλα αυτά», τονίζει, «θα ενισχύσουν το κοινωνικό στίγμα της κυβέρνησης και θα εμπεδώσουν ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές της συμμαχίες».
Ερωτηθείς για τις περικοπές συντάξεων το 2019, ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρει ότι «όλα εξαρτώνται από την δημοσιονομική πορεία της χώρας αλλά και από τη συνθήκη που θα δημιουργήσει η έξοδος από την επιτροπεία» και προσθέτει ότι η κυβέρνηση ήδη «έχει δώσει δείγματα γραφής και μπορεί να πείσει ότι λειτουργεί προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας με δεδομένους τους περιορισμούς που συνεπάγεται ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ευρώπη». Συμπληρώνει ότι η κυβέρνηση ολοκληρώνει το πρόγραμμα προσαρμογής με επιτυχία και χωρίς να έχει διαρρήξει τις συμμαχίες της με τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, για να τονίσει: «Με αυτό δεδομένο θεωρώ ότι έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε ρεύμα νίκης στις εκλογές του 2019».
Ως προς το ζήτημα με τους δύο έλληνες στρατιωτικούς ο κ. Τζανακόπουλος υπογραμμίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται και πιέζει διπλωματικά και πολιτικά για την ταχύτερη διευθέτηση του ζητήματος» και την επιστροφή τους από την Τουρκία. Τονίζει ότι η κυβέρνηση αναμένει από την Τουρκία «να επιστρέψει σύντομα στον δρόμο της λογικής και της σύνεσης καθώς η στρατηγική της όξυνσης που έχει επιλέξει δεν είναι επωφελής ούτε για την ίδια την Τουρκία ούτε για την ευρύτερη περιοχή μας». «Και νομίζω ότι αυτό αργά ή γρήγορα θα το κατανοήσουν οι γείτονες μας», προσθέτει.
Αναφέρει ότι τα προτάγματα στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ (δηλαδή η έξοδος από την κρίση και την επιτροπεία και η θεσμική θωράκιση από τη διαφθορά και απόδοση δικαιοσύνης) «είναι απολύτως επίκαιρα και ενεργά και απαιτούν την συνέχιση της κυβερνητικής αυτής συμμαχίας που έχει την εμπιστοσύνη της ελληνικής Βουλής μέχρι και την λήξη της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας της».
Με αφορμή τη θέση του κ. Καμμένου για το ονοματολογικό για την ΠΓΔΜ, σημειώνει ότι «σε καμία περίπτωση και κατά κανέναν εύλογο τρόπο δεν μπορεί να συναχθεί από την διαφοροποίηση αυτή απώλεια της εμπιστοσύνης της βουλής προς την κυβέρνηση», επισημαίνοντας ότι «αυτό έχει εκφραστεί με τον πιο καθαρό και ευθύ τρόπο και από τον αρχηγό των ΑΝΕΛ». Τονίζει δε πως δεν θεωρεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την κυβερνητική συνοχή και την υλοποίηση των στόχων που από κοινού έχουν τεθεί.
Για το εάν μπορεί να συγκροτηθεί στην παρούσα Βουλή ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο 180 βουλευτών, αναφέρει ότι δεν αναιρείται η βασική διχοτόμηση μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας και πως όμως σε επιμέρους θέματα δικαιωμάτων ή εξωτερικής πολιτικής «μπορούν να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις ώστε η πλειοψηφία να διευρυνθεί όπως εξάλλου έχει συμβεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου».
«Το ποιος είναι προοδευτικός και ποιος συντηρητικός κρίνεται στην πράξη», αναφέρει, ερωτηθείς αν η Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί ευκαιρία προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ «με τα άλλα προοδευτικά κόμματα». Συμπληρώνει ότι προσφέρει σίγουρα μια ευκαιρία για την διαμόρφωση ευρύτερης συναίνεσης πάνω σε ζητήματα όπως μεταξύ άλλων «η κατάργηση των απαράδεκτων προβλέψεων του άρθρου 86 του Συντάγματος για την ευθύνη των Υπουργών» και πως όμως «όλα αυτά όμως θα κριθούν τελικά κατά την σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση μετά το τέλος του προγράμματος».