«Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είναι η φλαμουριά» και άλλα τέτοια ειδυλλιακά και βουκολικά, μνήμες από τα αναγνωστικά του Δημοτικού, αναφορές στον Στέφανο Γρανίτσα και στα «Αγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», σκηνές από τις επαναλήψεις της «Αστέρως» με τη Βουγιουκλάκη μελαχρινή. Και τις άλλες κοπέλες του χωριού που κρατούσαν τη στάμνα στον ώμο με έναν τρόπο εξαιρετικά άβολο για να κρατήσει κάποιος στάμνα στον ώμο, αλλά εξαιρετικά βολικό για την κάμερα –αφήστε που κάνει και ωραίο κάδρο. Αυτοί είναι οι συνειρμοί που προκαλούνται σε όσους από εμάς έχουμε μεγαλώσει σε αστικά κέντρα, όταν ακούμε για τη «βρύση του χωριού» ή, έστω, τις «κρήνες της Αθήνας». Και, σε πρώτη ανάγνωση, μπορεί κάποιοι, μαθαίνοντας για την απόφαση του Δήμου Αθηναίων να εγκαταστήσει δημόσιες βρύσες, να σχολιάσουν με τη γνωστή παροιμία περί σκούφιας με μαργαριτάρι.
Ομως, πολλές φορές έχουμε την τάση, από τον φόβο μην εκπέσουμε στη γραφικότητα, να υποτιμούμε την παράδοση. Η Αθήνα δεν είναι μόνο τα σπουδαία της μνημεία και τα ιστορικά της κτίρια. Ή μάλλον, αν αυτά σηματοδοτούν την ιστορία των Αθηνών, οι «κρήνες» της είναι κομμάτι της ιστορίας των Αθηναίων, δηλαδή της ιστορίας της καθημερινότητας σε αυτήν την πόλη. Πολλές φορές δύσκολης αλλά και, ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, γοητευτικής. Που αν τη μάθουμε και, πολύ περισσότερο, αν νιώσουμε λίγο τη μυρωδιά της, συνειδητοποιώντας πώς αναπτύχθηκε η μικρή μας πόλη, μπορεί και να την αγαπήσουμε περισσότερο. Πέραν τούτου, η βρύση, ως τόπος συνάντησης γυναικών εκείνης της εποχής –όπερ μεθερμηνευόμενο σε τόπο γυναικοκαβγάδων και κουτσομπολιού –έχει και μια άλλη σημειολογία. Ο Γιουβάλ Νόε Χαράρι στο best seller του «Sapiens» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) αναφέρει ότι η παρεξηγημένη στις μέρες μας έννοια του κουτσομπολιού, η ανάγκη δηλαδή να μάθεις ή να διαδώσεις πληροφορίες σχετικά με κάποιον της ευρύτερης ομάδας, ειδικότερα νεοφερμένο, είναι βασικό στάδιο κοινωνικοποίησης.