Του Χρήστου, που συμφωνεί
Δεν είμαστε οι μόνοι που έχουμε ακούσει πολλούς που διατηρούν Facebook να λένε τη φράση «Eχω διακόσιους, τριακόσιους, τετρακόσιους φίλους» και άλλους πάλι να εξομολογούνται με ύφος σεμνό και ταπεινό «Εμένα μου φτάνουν πενήντα φίλοι. Προλαβαίνω να διατηρώ επαφή μαζί τους, τι να τους κάνει άλλωστε κανείς τους περισσότερους;». Και όταν λένε «διατηρώ επαφή», εννοούν πάντα μέσω Facebook χωρίς να έχουν συναντηθεί διά ζώσης έστω και μία φορά μαζί τους. Αν κάτι πραγματικά τρομάζει, δεν είναι τόσο η έλλειψη προσωπικής επαφής όσο η ευκολία να χαρακτηρίζεις ως φίλους ανθρώπους που τόσο ως παρελθόν όσο και ως μέλλον έχει εκλείψει κάθε είδους προοπτική ώστε να υπάρξει μια σχέση ουσιαστική μαζί τους. Καθώς τότε μόνο θα σου επιτρεπόταν να χρησιμοποιείς μια τόσο βαριά σε σημασία λέξη όσο είναι η λέξη «φιλία», που ακόμα κι αν σφυρηλατήθηκε ανάμεσα σε δυο ανθρώπους με αγωνία, συγκρούσεις και θυσίες, κατέληξε συχνά σε πραγματική καταστροφή, με ανεπούλωτα, όσον αφορά και τους δυο τους, τραύματα.
Φαίνεται όμως πως σε σχέση με τη λέξη «φιλία» ή μάλλον τη χρήση της, όσο μακριά μας είναι ο «Φίληβος» του Πλάτωνα, το ίδιο, αν όχι περισσότερο, είναι ο γάλλος συγγραφέας Ζαν Κοκτό –έστω κι αν πέθανε πριν από πενήντα πέντε ακριβώς χρόνια –με τα συγκλονιστικά γράμματά του προς έναν ιερωμένο και τις εξομολογήσεις του όσον αφορά τις περιπέτειες που του προσπόριζε ένα υψηλών και ανεξαγόραστων προδιαγραφών αίσθημα φιλίας.
Θα ήταν πρόθυμος να συμβιβαστεί κανείς με όση έκπτωση προϋποθέτουν οι δημιουργημένες μέσω του Facebook «φιλίες», αν παρέμενε μια έκπτωση μεμονωμένη και δεν παράσερνε σχεδόν αυτόματα στον κατήφορό της λέξεις και έννοιες εξίσου ουσιαστικής σημασίας που η φθορά τους δεν αφορά μια ιδιωτική σχέση, αλλά συνδυάζεται ζημιογόνα με έναν εκτεταμένο πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Σε έναν άνθρωπο που έχει δεχτεί να θεωρεί ως φίλους του άτομα που δεν θα διανοούνταν να καταφύγει κοντά τους σε μια κρίσιμη στιγμή του, οποιαδήποτε απόκλιση ή παραχάραξη μιας πολιτικής ηγεσίας με λέξεις όπως «ελευθερία», «δημοκρατία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανακούφιση των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού», του φαίνεται το λιγότερο ως κάτι φυσικό και αναμενόμενο. Οπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη λέξη «φιλία», χωρίς να προϋποθέτει κανένα απολύτως κόστος, το ίδιο ανώδυνη αισθάνεται τη χρήση λέξεων που δεν προϋποθέτουν καμιά δέσμευση, απλά λέγονται για να καθησυχάζουν ή να εξαπατούν, όπως ο ίδιος κολακεύεται να πιστεύει πως έχει φίλους χωρίς στην πραγματικότητα να έχει έστω και έναν.
Παραμένει βέβαια ευτύχημα πως, όσο και αν αλλάζει και εξελίσσεται η ζωή και παύει να έχει σχέση ακόμη και με μορφές της που θα τις χαρακτήριζες ως χθεσινές ή προχθεσινές, προκειμένου να κατακτήσεις οτιδήποτε αφορά τον εσωτερικό σου κόσμο όπως είναι η φιλία και δεν αναφέρεται σε γνώσεις, χρειάζεται να καταβάλεις την ίδια ακριβώς προσπάθεια όπως σε εποχές που όχι μόνο δεν υπήρχε Facebook, αλλά ακόμα και η γραπτή αλληλογραφία ήταν μια προβληματική υπόθεση.