Υπάρχει μία σκηνή στο «Μπέντζαμιν Μπάτον» που καταλήγει στον τραυματισμό από αυτοκίνητο της Κέιτ Μπλάνσετ. Αλλα ξεκινάει λίγα λεπτά πριν, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου κάποιος, εντελώς άσχετος με την υπόθεση, σηκώνει ένα τηλέφωνο που χτυπάει την ώρα που είναι έτοιμος να βγει από το δωμάτιο. Αν, κατά τον αφηγητή, δεν είχε γίνει αυτό το τηλεφώνημα που καθυστέρησε για λίγα δευτερόλεπτα τον ένοικο και αν αυτός είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα και αν δεν έμπαινε σε ένα μαγαζί όπου ήταν ήδη η Μπλάνσετ και αν και αν και αν, η πρωταγωνίστρια δεν θα είχε διασχίσει τον δρόμο τη στιγμή ακριβώς που περνούσε, με μεγάλη ταχύτητα, το αυτοκίνητο που την τραυμάτισε. Είναι αυτή η συνθήκη της τυχαιότητας, πρόκληση για έναν σεναριογράφο αλλά, συγχρόνως, μια από τις μεγαλύτερες ουτοπίες του ανθρώπου.
Και αν ο 27χρονος λοχίας Αδόλφος Χίτλερ γινόταν ζωγράφος; Δεν θα γινόταν φύρερ; Και, τότε, δεν θα γινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος; Δεν νομίζω ότι είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ούτε γράφεται η Ιστορία από ένα ντόμινο τυχαίων γεγονότων. Ο Χίτλερ δεν έγινε Χίτλερ επειδή δεν έγινε ζωγράφος. Θα ήταν πολύ ελαφρυντική αυτή η εκδοχή, πολύ απαλλακτική για την ανθρώπινη συνείδηση. Ο Χίτλερ έγινε ό,τι έγινε και έκανε ό,τι έκανε για λόγους που υπερβαίνουν το τυχαίο και που δεν είναι δυνατόν ούτε και χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ τώρα. Το ότι μπορεί, στα νιάτα του, να είχε τις ευαισθησίες ενός ζωγράφου δεν κάνει λιγότερο ειδεχθείς τις άλλες πλευρές της προσωπικότητάς του.
Και επειδή έχω την εντύπωση ότι επιχειρείται τελευταία μια «άλλη ματιά» στον Χίτλερ να υπενθυμίσουμε ότι και στη ζωή και στη λογοτεχνία, ακόμη και οι πιο ερεβώδεις χαρακτήρες έχουν κάποιες ρωγμές. Οι ελάχιστες ακτίνες φωτός όμως που μπορεί να περνάν από αυτές τις ρωγμές, όχι μόνο δεν φωτίζουν το τριγύρω σκοτάδι αλλά το κάνουν ακόμη πιο σκοτεινό.