Στα χρόνια του Μνημονίου οι απανταχού συριζαίοι έχουν κάνει αναρίθμητες γλωσσοπλαστικές απόπειρες. Εξού, ίσως, και η πιο πρόσφατη του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που εισήγαγε στο οικονομικό μας λεξιλόγιο τον όρο «πρόγραμμα μεταμνημονιακής παρακολούθησης», πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Παρότι ο τσακαλώτειος όρος θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένας ευφημισμός για το ομολογουμένως πιο δυσοίωνο «Μνημόνιο χωρίς χρήματα». Πάντως, ο νυν τσάρος της Οικονομίας στη συνέντευξή του είπε κι άλλα, εξίσου αμφίσημα –αν και προφανώς δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Οπως, ας πούμε, ότι «τώρα υπάρχει ένας κλυδωνισμός στις αγορές, λόγω του εμπορικού πολέμου», αλλά «οι αγορές σχεδόν προεξοφλούν την επιτυχή έξοδο από το πρόγραμμα». Είναι όντως έτσι; Οι αγορές βλέπουν αυτό που διατείνεται ο υπουργός Οικονομικών ότι βλέπουν; Σύμφωνα με έναν προκάτοχό του, δύο ειδών είναι τα σχόλια που θα μπορούσαν να γίνουν στην υπουργική διαπίστωση. Το πρώτο είναι μάλλον περιπαικτικό. «Είναι ενθαρρυντικό» λέει ο πρώην ένοικος της οδού Νίκης «ότι ένας κατά δήλωσή του μαρξιστής οικονομολόγος επαφίεται στην κρίση των αγορών».
Πέρα, όμως, από τους αστεϊσμούς, ως προς την ουσία των λεγομένων του Τσακαλώτου επισημαίνει ότι «είναι αλήθεια πως το τελευταίο χρονικό διάστημα, μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης πως οι Ευρωπαίοι εξετάζουν σενάρια για το ελληνικό χρέος, έχει προχωρήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων». Παραμένει, ωστόσο, ένα κρίσιμο πρόβλημα. Αν, για παράδειγμα, κάνει κάποιος μια σύγκριση με μια χώρα που έχει βρεθεί στη θέση της Ελλάδας, όπως την Πορτογαλία, θα δει ότι «η Ελλάδα συνεχίζει να τιμολογείται υψηλότερα από την Πορτογαλία. Το ρίσκο δανεισμού της Ελλάδας, δηλαδή, είναι υψηλότερο από εκείνο της Πορτογαλίας, ενώ μάλιστα τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται στις αγορές είναι πολύ περιορισμένα σε σχέση με τα πορτογαλικά». Για να το πούμε αλλιώς, σύμφωνα με την εκτίμηση της εν λόγω πηγής «προφανώς και θα μπορέσει η χώρα να δανειστεί», όπως υποστηρίζει ο Τσακαλώτος. «Το θέμα είναι με τι κόστος». Και για όποιον το έχει ξεχάσει και το 2009 και το 2010 έβγαινε η Ελλάδα στις αγορές. Μέχρι που το επιτόκιο έγινε απαγορευτικό.