Πρώτα είπε ότι πρέπει να πέσουν οι τόνοι –η κατάσταση αυτή, όπως εξήγησε, δεν ωφελεί την Ελλάδα από τουριστική άποψη. Για να μην εκληφθεί όμως η έκκληση για μετριοπάθεια ως αδυναμία, ο Παναγιώτης Κουρουμπλής πήρε αμέσως μετά τ’ όπλο του: «Ο ελληνικός Στρατός είναι αποφασισμένος σε όποιον επιχειρήσει κατά της Ελλάδας να δώσει συντριπτική απάντηση. Αγρυπνούν οι φύλακες. Οποιος τολμήσει να επιχειρήσει ένα επεισόδιο, ακόμα και αν αποτύχει, θα είναι πολύ οδυνηρό γι’ αυτόν» ξεκαθάρισε.
Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί τι θα έλεγε ο Κουρουμπλής εάν δεν σκεφτόταν τους χαμηλούς τόνους και τον τουρισμό. Πόσο απειλητικός θα γινόταν, πόσο ηρωικός, πόσο γενναίος. Πόσο πολεμοχαρής. Μπορεί και περισσότερο από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βέττα που πήρε κι αυτός τ’ όπλο του λέγοντας πως «οι σφαίρες [στο νησί της Ρω] έπεσαν για να δουν οι Τούρκοι τι θα πάθουν αν παραβιάσουν τα σύνορα». Τι θα πάθουν; Θα τους ρίξει τροχιοδεικτικά ο Βέττας –«και σε όσους δεν αρέσει, ξίδι. Αρέσει στον ελληνικό λαό. Είναι πατριωτικό».
Εως πρόσφατα, ο πατριωτισμός ήταν το τελευταίο καταφύγιο των αχρείων. Ο Σάμιουελ Τζόνσον, εμπνευστής του αποφθέγματος, δεν ζει για να δει ότι έγινε και το τελευταίο καταφύγιο των συριζαίων. Θα έβλεπε ότι οι συριζαίοι δεν πήραν τ’ όπλο τους ως αριστεροί που δεν είναι, αλλά ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα: η μεγαλύτερη συνιστώσα ενός εθνικολαϊκιστικού μορφώματος η οποία εμπνέεται ενίοτε από τον καμμενικό λόγο –όταν δεν τον συναγωνίζεται. Οι συριζαίοι δεν πήραν τ’ όπλο τους για να πολεμήσουν –άλλοι θα το κάνουν στη θέση τους. Αλλά επειδή δεν μπορούν να πάψουν να είναι αυτοί που είναι.