Εχουμε επισημάνει την ανάγκη άμεσης αναθεώρησης επιβλαβών συνταγματικών διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των θεσμών. Παράλληλα όμως δεν παραγνωρίζουμε τις μεγάλες παθογένειες στο παραγωγικό μας μοντέλο. Οι βαθιές αγκυλώσεις εδώ δεν θεραπεύονται με αναθεωρήσεις –απαιτούν ριζική αλλαγή νοοτροπίας.
Πυρήνας του προβλήματος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στη λειτουργία ανοιχτών δομών στην οικονομία και την κοινωνία. Και βάση για την αντιμετώπιση, τουλάχιστον ως προς το παραγωγικό σύστημα, η παραδοχή βασικών αρχών που διδάσκει η εξέλιξη των οικονομικών θεσμών.
Αρχή πρώτη. Η παραγωγική δραστηριότητα αξιολογείται από τους καταναλωτές –όχι από κρατικούς επιτρόπους, όχι από μονοπώλια πολιτικής ή οικονομικής ισχύος. Μέσα από τον μαζικό πειραματισμό ανοιχτών συναλλαγών, οι καταναλωτές επιλέγουν ό,τι θεωρούν ότι προάγει την ευημερία τους και παράλληλα οι παραγωγικές δυνάμεις υφίστανται την αναμορφωτική πίεση του ανταγωνισμού.
Αρχή δεύτερη. Οι παραγωγικές δυνάμεις αξιοποιούν τις δυνατότητές τους όταν προστατεύονται η περιουσία και το οικονομικό διακύβευμα της επενδυτικής τους δράσης. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο κανόνες σεβασμού της ιδιοκτησίας. Πρωτίστως απαιτεί ήπιο και σταθερό φορολογικό και ρυθμιστικό περιβάλλον. Και φυσικά όχι ένα ασφαλιστικό σύστημα που τιμωρεί την εργατικότητα.
Αρχή τρίτη. Το κράτος φέρει βαρύ καθήκον να εγγυηθεί τη λειτουργία των δύο θεμελιωδών αρχών. Και να παράσχει ένα θεσμικό περιβάλλον για την ανάπτυξη υποστηρικτικών δομών (παιδεία, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.) υπό όρους ευελιξίας, συνεχούς προσαρμογής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Και για τη λειτουργία ενός δικτύου ασφάλειας προς τους πολίτες (υγεία, κοινωνική ασφάλιση).
Οι δημόσιες πολιτικές και το δημόσιο δίκαιο στη χώρα μας δεν είναι προσανατολισμένα στην εφαρμογή αυτών των αρχών. Συντηρούν κλειστές δομές και υποκαθιστούν τις επιλογές παραγωγών και καταναλωτών. Το ιδεολογικό πρόσχημα είναι το δημόσιο συμφέρον. Ο νομοθέτης έχει την αποκλειστική νομιμοποίηση να το προσδιορίσει. Η διοίκηση έχει την εντολή να το υλοποιήσει, εξειδικεύοντας εξουσιαστικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών. Το παραγωγικό σύστημα καλείται να προσαρμοστεί στις λειτουργίες που του έχουν ταχθεί.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ένα τέτοιο σύστημα μόνο από σύμπτωση υπηρετεί το κοινό συμφέρον των μελών της κοινωνίας. Αυτό το οποίο συχνά υπολανθάνει είναι μια σύλληψη της πολιτικής με όρους κατίσχυσης ορισμένων ομάδων επί άλλων. Στις πιο καλοήθεις εκδοχές, η πολιτική λειτουργεί ως μηχανισμός πελατειακής διαμεσολάβησης και κηδεμονίας των πολιτών. Ετσι, το παραγωγικό σύστημα ασφυκτιά και υπολειτουργεί –ή αναλίσκεται σε αντιπαραγωγικές προσπάθειες αποφυγής των φορολογικών και ρυθμιστικών βαρών.
Οι ανοιχτές δομές δεν είναι αριστερές ή δεξιές. Απειλούνται εξίσου από κατεστημένες δυνάμεις πολιτικής ή οικονομικής ισχύος. Υπονομεύονται καθημερινά από επιχειρήσεις που, αφότου απέκτησαν έλεγχο της αγοράς, ζητούν από το κράτος να τις προστατεύσει από ανερχόμενες, καινοτόμες προσπάθειες. Διαβρώνονται από συστήματα που επί δεκαετίες απαιτούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του αρτοποιού.
Οι χώρες που εμπιστεύονται ανοιχτές δομές ευημερούν και οι πολίτες τους έχουν ευρύτατο χώρο ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Το δημόσιο δίκαιο παρέχει αληθώς δημόσια υπηρεσία όταν θωρακίζει την ακεραιότητα και την αξιοπιστία τους. Και το Σύνταγμα υπηρετεί την ελευθερία και την ισότητα όταν εγγυάται την ανοιχτή κοινωνία.
Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.