Η σύσταση των γιατρών είναι οι γυναίκες και οι άνδρες άνω των 50 ετών να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση κάθε 10 χρόνια, με στόχο την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου. Εντούτοις, μερίδα ειδικών επιμένει ότι ο έλεγχος πρέπει να ξεκινά νωρίτερα για κάποιους ανθρώπους που εμφανίζουν αυξημένο ρίσκο.

Ποιοι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο; Εκείνοι που έχουν βεβαρημένο οικογενειακό ιατρικό ιστορικό – δηλαδή, έχει προσβληθεί από τη συγκεκριμένη νόσο συγγενής πρώτου βαθμού (γονέας, αδελφός ή παιδί).

«Εκείνοι δε, που στην οικογένειά τους έχουν δύο μέλη τα οποία έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο του παχέος εντέρου, είναι 3 έως και 12 φορές πιο ευάλωτοι να νοσήσουν συγκριτικά με το μέσο άνθρωπο που έχει “καθαρό” οικογενειακό ιστορικό» σημειώνει ο δρ Walter Koltun, διευθυντής Χειρουργικής (με ειδίκευση στον καρκίνο του παχέος εντέρου) στο Penn State Health Medical Center, των ΗΠΑ.

Επιπλέον, έχει φανεί ότι αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου έχουν και εκείνοι που στο οικογενειακό ιστορικό τους έχουν καταγραφεί περιπτώσεις γυναικολογικού καρκίνου (καρκίνος του μαστού, του τραχήλου ή του ενδομητρίου) ή περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη για την αντιμετώπιση του οποίου χρειάστηκε ακτινοθεραπεία. «Το ρίσκο αυξάνεται για εκείνους που υποφέρουν από φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου ή κολίτιδα» προσθέτει ο δρ Koltun.

Επιπλέον, οι πολύποδες εντέρου στην οικογένεια – ή στον ίδιο τον υπό εξέταση ασθενή – φαίνεται να είναι ακόμη ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τον ειδικό.

Οπως προκύπτει από έρευνα που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο και διεξήχθη από ερευνητές της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου (ACS), «τα ποσοστά του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού αυξάνονται δυσανάλογα στους νέους ανθρώπους και τους μεσήλικους».

Υπό τα δεδομένα αυτά «είναι σημαντικό να αποκαλύψετε όλες τις πληροφορίες από την αρχή στον γιατρό σας, παρά αργότερα», καταλήγει ο ειδικός.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ACS, παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση του συγκεκριμένου καρκίνου είναι, μεταξύ άλλων, η συστηματική κατανάλωση κόκκινου κρέατος (π.χ. μοσχάρι ή χοιρινό) ή/και επεξεργασμένων προϊόντων κρέατος (π.χ. μπέικον, λουκάνικα) και η παχυσαρκία, ενώ η γυμναστική και η υγιεινή διατροφή φαίνεται ότι δρουν προστατευτικά.