Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος προβληματισμός στην κοινότητα των ελλήνων ιστορικών όσον αφορά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 δεν υπήρχαν επιστημονικές προσεγγίσεις του Εμφυλίου. Δεν υπήρχαν δηλαδή μελέτες στηριγμένες σε αρχεία, σε μαρτυρίες, σε αδημοσίευτες πηγές, σε προσωπικά αρχεία, όπως αυτή εδώ που μας παρέδωσε ο διδάκτωρ Ιστορίας Γαβρίλης Λαμπάτος. Ολα αυτά μετατρέπουν μια θέση από άποψη σε επιστημονική εργασία. Και ο Λαμπάτος έχει κάνει εδώ δουλειά μυρμηγκιού. Δεν έχει αφήσει τίποτα από τα παραπάνω που να μη το έχει εξετάσει ενδελεχώς. Το ίδιο, αν και όχι σε τόσο υψηλό βαθμό και συστηματικό τρόπο, έχει κάνει και σε μια σειρά άλλων βιβλίων του γι’ αυτήν την ιστορική περίοδο.
Σήμερα υπάρχουν δύο μείζονες επιστημονικές προσεγγίσεις. Από τη μια η άποψη αυτών που θεωρούν ότι ο Εμφύλιος αποτελεί μια αναπόφευκτη εξέλιξη, η οποία προέκυψε από την κεντρική ιδεολογική σύλληψη του ΚΚΕ για την εξουσία και τη βία ως μέσο για την άνοδο σ’ αυτήν. Από την άλλη υπάρχει η επιστημονική προσέγγισησύμφωνα με την οποία ο Εμφύλιος δεν ήταν αναπόφευκτος. Αυτός προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας ωρίμασης των συνθηκών βίας που επέβαλαν η μοναρχία και οι δυτικοί σύμμαχοι με μέσο τη Λευκή Τρομοκρατία. Ο Γαβρίλης Λαμπάτος δεν καταθέτει εδώ μια τρίτη άποψη. Ούτε όμως η μελέτη του συνθέτει απλώς ένα συγκρητισμό των δύο ρευμάτων. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό.
Ο ιστορικός Λαμπάτος ξεκινά από το ερώτημα τού πώς κατάφερε ένα κόμμα που στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου είχε διαλυθεί οργανωτικά, εξαιτίας των διωγμών που αντιμετώπισε από το καθεστώς, να αποκτήσει μια τόσο μεγάλη απήχηση την περίοδο 1940-1944. Ο συγγραφέας θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης και το παραγνωρισθέν από τη λεγόμενη «αναθεωρητική» σχολή θέμα της ιδεολογίας. Η ανάδειξη όμως της σημασίας της ιδεολογίας σε καιρούς χαλεπούς γι’ αυτήν δεν έχει μόνο επιστημονική αξία αλλά και πολιτική. Αναδεικνύει την πνευματική μας φτώχεια. Η αναπτυσσόμενη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «συζήτηση» για τη σχέση φασισμού και κομμουνισμού με επιδερμικές –το λιγότερο –αναλογίες στο σήμερα αναδεικνύει αυτή τη «διανοητική φτώχεια» σ’ όλο της το μεγαλείο.
Η αξία του βιβλίου έγκειται στο ότι, αν και είναι επιστημονική μελέτη, δεν παύει την ίδια στιγμή να είναι και πολιτικό βιβλίο. Ο συγγραφέας πλουτίζει τον διάλογο για το ζήτημα του Εμφυλίου με τη διάσταση του ρόλου του ΚΚΕ όπως την είδαν άνθρωποι που κινούνταν γύρω απ’ αυτό. Οπως τονίζει ο συγγραφέας, ενστερνιζόμενος τη μεθοδολογία του μεγάλου ιστορικού Ρίτσαρντ Εβανς, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει χωρίς ο ιστορικός να μελετήσει και τις μαρτυρίες των απλών ανθρώπων. Ακόμη και αυτών των «ολιγογράμματων» όπως τους χαρακτηρίζει ο Λαμπάτος. Κυρίως αυτών.
Αμφισημία
Μπορεί να φαίνεται μερικές φορές ότι ο Λαμπάτος στέκεται αμφίσημα στο ερώτημα αν το ΚΚΕ έκανε ό,τι έκανε με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας ή αν σ’ αυτό επιβλήθηκε η στρατηγική της κατάληψης της εξουσίας. Δεν είναι όμως έτσι. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Για τον συγγραφέα το ΚΚΕ ήταν ένα σταλινικό κόμμα που δεν μπορούσε να αδιαφορεί για την κατάληψη της εξουσίας. Δεν θα μπορούσε να μην ενδιαφέρεται για την εξουσία. Δεν το ενδιέφερε μόνο η συμμετοχή στην κυβέρνηση, το ενδιέφερε όλη η εξουσία. Αλλά την ίδια στιγμή ήταν και ένα «οπορτουνιστικό κόμμα». Δεν το κατονομάζει έτσι ο συγγραφέας, αλλά αυτό αναδεικνύεται από την ανάλυσή του.
Επειδή όμως η ιστορία του ΚΚΕ δεν ξεκινά το 1940, ο συγγραφέας προσφεύγει στην προϊστορία του κόμματος από τη ίδρυση του ΣΕΚΕ μέχρι την απαρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναδεικνύει εδώ ένα κόμμα που, ιδίως μετά την επέμβαση στα εσωτερικά του της Γ’ Διεθνούς το 1931, εξαρτιόταν άμεσα απ’ αυτήν. Σε πείσμα όμως κάποιων πολύ ρηχών προσεγγίσεων, αυτό την ίδια στιγμή παρουσίαζε ρωγμές τόσο στα ανώτερα ηγετικά κλιμάκιά του όσο και στις τοπικές οργανώσεις του. Οι μαρτυρίες και τα αρχεία τον βοηθούν να τεκμηριώσει αυτήν την άποψή του.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου οι έλληνες κομμουνιστές βρέθηκαν σε κινούμενη άμμο. Αυτό μαρτυρά τόσο το πρόβλημα που βρέθηκε να αντιμετωπίζει με τη λειτουργία της «Παλαιάς Κεντρικής Επιτροπής» όσο και με την ελεγχόμενη από το καθεστώς Μεταξά «Προσωρινή Διοίκηση». Η σύγχυση αποτυπώθηκε καθαρά, όταν προέκυψε το ζήτημα με τη γνησιότητα ή μη των επιστολών Ζαχαριάδη μετά την έκρηξη του Πολέμου. Ανεξαρτήτως όμως από όλα αυτά, από τις πρώτες μέρες της Κατοχής φαίνεται το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να ενδιαφέρονται για την καθημερινότητα των πολιτών, για την εξασφάλιση τροφής μέσω των συσσιτίων για τους πολίτες και εντυπωσιάζει «η έλλειψη αναφοράς στην ένοπλη δράση» (σελ. 95).
«Λαϊκή Δημοκρατία»
Το άλλο ζήτημα που απασχολούσε την υπό τον Γιώργη Σιάντο ηγετική ομάδα μετά τη χιτλερική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση ήταν το τι καθεστώς θα υποστήριζε το κόμμα μετά το πέρας του πολέμου. Ενώ όμως στην 6η Ολομέλεια (Ιούνιος 1941) γινόταν λόγος για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης απ’ όλα τα κόμματα και η οποία θα συγκαλούσε συντακτική εθνοσυνέλευση, στην 8η Ολομέλεια (Ιανουάριος 1942) γίνεται λόγος για την εγκαθίδρυση «λαϊκής δημοκρατίας». Από τότε το ΚΚΕ κινούταν τόσο οπορτουνιστικά, όπως και ο Λένιν των Θέσεων του Απρίλη του 1917, από τη μια θέση στην άλλη και από τη θέση της μιας ηγετικής ομάδας (Γιώργης Σιάντος) στην άλλη (Γιάννης Ιωαννίδης, Δημήτρης Γληνός). Οι τρεις τους αποτελούσαν την τριμελή Γραμματεία του κόμματος. Δυο τόσο διαφορετικοί ηγέτες όπως ο «ριζοσπάστης» Σιάντος με τον «μετριοπαθή» Ιωαννίδη και παράλληλα ανάμεσά τους ένας διανοούμενος όπως ο Γληνός. Το σταλινικό ΚΚΕ και ο ίδιος ο Στάλιν δεν φοβούνταν τους διανοούμενους τόσο όσο κάποια σύγχρονα κόμματα. Σ’ ένα πράγμα όμως ήσαν ομόφωνοι όλοι. «Από τα πρώτα βήματα ανάπτυξης του ΕΛΑΣ ήταν ξεκάθαρο στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι δεν θα ήταν επιτρεπτή η ανάπτυξη άλλων ενόπλων ομάδων στους χώρους όπου δραστηριοποιούταν ο ΕΛΑΣ» (σελ. 99). Ο πρώην σύμμαχος Δημήτριος Ψαρρός το πλήρωσε αυτό με τη ζωή του.
Πάντως, το ΕΑΜ εμφανίζεται ως απελευθερωτικό κίνημα με απευθείας αναφορές στην Επανάσταση του 1821 και όχι φυσικά στον όποιο κομμουνισμό. Επίσης στο ΕΑΜ συμμετέχουν και «σύμμαχοι» όπως το Αγροτικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτά όλα δεν ήσαν μόνο προσχήματα, αλλά και απόρροιες της επιβληθείσας τότε στα κομμουνιστικά κόμματα της πολιτικής των Εθνικών και Λαϊκών Μετώπων. Αλλά «η ηγεσία του ΚΚΕ ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στο ΕΑΜ και δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις από τους εκπροσώπους των μικρότερων οργανώσεων» (σελ. 121).
Το δίλημμα
Από το 1943 η απαρχή των εμφύλιων συρράξεων
Ο Λαμπάτος, συμφωνώντας με τους Μαραντζίδη και Καλύβα, βλέπει την απαρχή των εμφύλιων συρράξεων από πολύ νωρίς, μέσα στο 1943. Καταθέτει σημαντικά στοιχεία με τα οποία στηρίζει τη θέση του πως η συνύπαρξη ΕΛΑΣ – ΕΚΚΑ – ΕΔΕΣ ήταν αδύνατη από τότε. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας γίνεται πλέον πιο καθαρό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ προσανατολίζεται στην κατάληψη της εξουσίας (σελ.163). Γι’ αυτό πλέον κοιτάζει πρωτίστως να λύσει τους λογαριασμούς της με τους «ανέστιους και αποσυνάγωγους» κομμουνιστές, τους αρχειομαρξιστές και τους τροτσκιστές. Στο Πέμπτο Κεφάλαιο (σ.σ. 201- 230) ο αναγνώστης θα ανακαλύψει άγνωστες πτυχές αυτής της καταδίωξης. Πτυχές στις οποίες δεν έχουν μείνει πολλοί άλλοι ιστορικοί. Ιδιαίτερη αξία έχει και η ανάλυση του συγγραφέα για τους θεσμούς λαϊκής δικαιοσύνης και αυτοδιοίκησης της λεγόμενης ελεύθερης Ελλάδας. Προς απογοήτευση όμως των εξιδανικεύσεων αυτών των θεσμών, ο συγγραφέας δείχνει πόσο εξαρτημένοι ήταν από το ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά και προς απογοήτευση των μηδενιστών, δείχνει πως αυτοί οι θεσμοί είχαν θετική επίδραση κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Εξάλλου, συχνές ήταν οι διαφωνίες μεταξύ της κεντρικής καθοδήγησης και των τοπικών οργανώσεων για τον τρόπο λειτουργίας αυτών των θεσμών.
Ετσι πλέον οι αντιφάσεις του κόμματος το οδήγησαν στο να επιδιώκει μεν την κατάληψη της εξουσίας, αλλά από την άλλη να μην τολμά να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τους συμμάχους Βρετανούς και να μη θέλει να δημιουργήσει προβλήματα στους Σοβιετικούς. Ετσι οδηγήθηκε στο Συνέδριο του Λιβάνου και από εκεί στη Συμφωνία της Καζέρτας. Οσο και να φαίνεται παράδοξο, όλα αυτά αντί να οδηγήσουν σε συμβιβασμό κατέληξαν στο δράμα των Δεκεμβριανών.
Επομένως, το δίλημμα, ήθελε το ΚΚΕ μόνο την εξουσία ή σύρθηκε στη βία από τους αντιπάλους του, δεν απαντάται από τον Γαβρίλη Λαμπάτο μονομερώς. Ναι, την ήθελε ως σταλινικό κόμμα, αλλά δεν μπορούσε να προωθήσει κάτι τέτοιο ως κόμμα εξαρτώμενο τόσο από τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ενωσης όσο και από αυτά των άλλων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων. Επομένως, προετοιμαζόταν και για τη μη ένοπλη λύση. «Η επιλογή της βίαιης σύγκρουσης με την αντίπαλη παράταξη δεν ήταν μονόδρομος» (σελ. 353). Αυτή ακριβώς η αμφισημία, μετά τη δολοφονική επίθεση κατά των συγκεντρωθέντων στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου, κατέληξε στον ανορθόδοξο πόλεμο των 33 ημερών, στην έκρηξη της βίας και είχε ως αναπόφευκτη κατάληξη τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με την Ιστορία. Μεταφυσική; Ισως. Αλλά καντιανή μεταφυσική.
Ο ιστορικός Λαμπάτος προσπαθεί να ντύσει το βιβλίο του με μια κοινωνιολογία της ιστορίας (ανάλυση των ταξικών συγκρούσεων και των κοινωνικών αναφορών), δεν το επιτυγχάνει όμως αυτό μέχρι τέλους. Η ελληνική ιστοριογραφία του Εμφυλίου χρειάζεται μια συστηματικότερη κοινωνιολογική προσέγγιση της περιόδου. Αλλά οι αρετές του βιβλίου και η συστηματικότητα του συγγραφέα είναι απείρως μεγαλύτερες από την απουσία μιας πληρέστερης κοινωνιολογικής προσέγγισης εξοπλισμένης με μια σύγχρονη φιλοσοφία της ιστορίας.
Τη μελέτη του βιβλίου βοηθά το ευρετήριο κύριων ονομάτων και τοπωνυμίων.
Γαβρίλης Λαμπάτος
ΚΚΕ και εξουσία
1940-1944
Εκδ. Μεταίχμιο 2018, σελ. 392
Τιμή: 16 ευρώ