O 51χρονος Ελβετός Κρίστιαν Κραχτ έχει εγκαθιδρύσει εαυτόν στον χώρο της τέχνης ως φιλολογικός κριτικός και μυθιστοριογράφος, ασχολούμενος με την παγκοσμιοποίηση, τον καταναλωτισμό και κατά δήλωση του με το υπαρξιακό κενό του σύγχρονου ανθρώπου. Εγκατεστημένος τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ, έχει εντάξει στο επίκεντρο της προβληματικής του τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό και την σχέση λογοτεχνίας και σινεμά, αξιοποιώντας με άνεση τις δύσκολα διαχειρίσιμες (απ’ ό,τι φαίνεται) ελευθερίες που παρέχει στον δημιουργό η σύγχρονη εποχή. Ετσι και σ’ αυτό το καλομεταφρασμένο από τον Βασίλη Τσαλή βιβλίο. Ο Κραχτ περιγράφει τις ζωές δύο ανθρώπων, του ανερχόμενου ελβετού κινηματογραφιστή Εμιλ Νέγκελι (φανταστικό πρόσωπο) και του ιάπωνα υπουργού κινηματογραφίας Μασαχίκο Αμακάσου, προσώπου υπαρκτού μεν, αλλά με άλλη ιδιότητα, καθώς στην πραγματικότητα ήταν πρωταγωνιστική φιγούρα στην ιαπωνική κατάκτηση και τον εποικισμό της κινεζικής Μαντσουρίας. Οι ιστορίες των δυο τους ακολουθούνται παράλληλα, σε ασύμμετρα σύντομα κεφάλαια, όπου μέσω της εσωτερικής εστίασης του συγγραφέα μαθαίνουμε πολλά για τις φοβίες, τις τραυματικές παιδικές τους ηλικίες, την πρόωρη γήρανση και σεξουαλική ανεπάρκεια του πρώτου αλλά και τη ζωή του δεύτερου στο Τόκιο ως εξευρωπαϊσμένου μπον βιβέρ, χορευτή του τάνγκο και γνώστη του Μπαχ.
Δείγμα δουλειάς
Οι πορείες τους θα συμπέσουν επί ιαπωνικού εδάφους όταν ο Νέγκελι θα αποδεχθεί την πρόταση του Γ’ Ράιχ να γυρίσει στην Ιαπωνία μια ταινία τεράστιου προϋπολογισμού που, πρώτον, θα φέρει κοντά τις δύο χώρες και, δεύτερον, θα αμφισβητήσει την πολιτισμική κυριαρχία των Αμερικανών. Δεν γνωρίζει ότι κατ’ ουσίαν είναι προσκεκλημένος του Αμακάσου, ο οποίος, στην αρχή κιόλας του βιβλίου, φιλμάρει σε πραγματικό χρόνο ένα χαρακίρι και το στέλνει ως δείγμα δουλειάς στο υπουργείο Πολιτισμού της Γερμανίας. Η χρήση του σινεμά ως προπαγανδιστικού εργαλείου έχει γίνει πλέον αντιληπτή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, όπως αντιληπτή έχει γίνει η χρήση της κάμερας –του εξωσωματικού αυτού αισθητήρα –στη μεταποίηση, έως και ανακατασκευή, της πραγματικότητας. Το Χόλιγουντ έχει από την μεριά του τροποποιήσει την ατζέντα της αφηγηματικής τέχνης και ο ομιλών κινηματογράφος βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μεγάλης συζήτησης.
Οι ζωές των δύο ανδρών θα συμπέσουν όταν ο Νέγκελι αναλαμβάνει το πρότζεκτ και φτάνει, έπειτα από ποικίλους δισταγμούς, στο Τόκιο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι πρωταγωνιστές στο βιβλίο, καθοριστικοί για την πλοκή, στους οποίους η κάμερα εστιάζει πού και πού. Η Ιντα, μια συμπαθής γυναικεία φιγούρα, είναι αρραβωνιαστικιά του Εμιλ και ελαφρώς απογοητευμένη από τη σχέση τους. Εχει ήδη πάει στην Ιαπωνία και έχει προφτάσει να παραδοθεί στις αγκάλες του κοσμοπολίτη Αμακάσου, όταν επιτέλους καταφθάνει ο αρραβωνιαστικός της. Εμφανίζεται ακόμη –κάτι σαν γκεστ σταρ –ο Τσάρλι Τσάπλιν αυτοπροσώπως ή περίπου, μιας και ο χαρακτήρας του έχει φλουτάρει –ίσως και καεί στην εμφάνιση του φιλμ, θα λέγαμε μεταφορικά. Ο Σαρλό συμβαίνει να επισκέπτεται την ίδια εκείνη εποχή τη χώρα ως υψηλός προσκεκλημένος αλλά, αντίθετα με τη γνωστή εικόνα του, περιγράφεται εδώ ως εγωιστικό, αυταρχικό καθίκι, μάλλον δειλός και προάγγελος τρόπον τινά της φασιστικής εμπλοκής της Αυτοκρατορίας –μέχρι και δολοφόνος γίνεται κάπου προς το τέλος. Αλλά ας μην μαρτυρήσω περισσότερα για το στόρι, πέραν ίσως ενός μεγάλου ερωτηματικού που δημιουργείται στον αναγνώστη ως προς τα όρια της αλλοίωσης της ιστορικής πραγματικότητας εν ονόματι ενός οιονεί μεταμοντερνισμού όπου τα πάντα επιτρέπονται και τίποτα δεν είναι αναγκαστικά αλήθεια.
Αλήθειες και ψέματα
Στην παρέλαση πάντως των αυθαιρεσιών της αφήγησης έχουμε την προσχώρηση του Νέγκελι στην υπηρεσία του δημοκρατικού κινήματος της χώρας του. Αντί για το γύρισμα μιας μοντερνιστικής ταινίας τρόμου που θα οδηγήσει στον πολιτισμικό Χρυσούν Αιώνα του γερμανοϊαπωνικού άξονα, πείθεται εξαιρετικά εύκολα από μια Εβραία κριτικό και από τον υπαρκτό και γνωστό μας Ζίγκφριντ Κρακάουερ να απογυμνώσει το Ράιχ μέσω μιας κινηματογραφικής αισθητικής αλληγορίας που θα προειδοποιεί για την επερχόμενη φασιστική κυριαρχία (κάτι σαν σινεμά «αντι -Λένι Ρίφενσταλ» θα λέγαμε σήμερα). Φιλμάροντας ωστόσο μέσω αργών, βασανιστικών πλάνων την ιαπωνική πραγματικότητα και χρησιμοποιώντας μάλιστα ως πρωταγωνιστές την αγαπημένη του Ιντα και τον Αμακάσου, θα του αποκαλυφθεί η αλήθεια της προδοσίας εκ μέρους των δυο τους. Η κάμερα αποκαλύπτει περισσότερα από ό,τι ο γυμνός οφθαλμός ή οι υπερφορτωμένες αισθήσεις μας, υπονοεί εδώ ο συγγραφέας, δήλωση μάλλον προμοντερνιστική αφού γνωρίζουμε ήδη από καιρό και πόσα ψέματα μπορεί να πει η κάμερα μέσω του μοντάζ, του ρυθμού, της μεγέθυνσης ή σμίκρυνσης του αντικειμένου και μύριων μέσων και τεχνικών. Ας είναι.
Τρόμος για τη ζωή
Πτώματα ή μήπως φαντάσματα;
Ας μην μαρτυρήσω το πικρά εξωφρενικό τέλος των ηρώων (πάντως, δόξα τω Θεώ, τη γλιτώνει ο Τσάπλιν). Θα διερωτηθώ ωστόσο γιατί η διαυγής στο βιβλίο ενόραση των πραγματικοτήτων της τέχνης και της ατμόσφαιρας της εποχής –με όλες τις απολήξεις τους ώς σήμερα -, όπως και οι γλαφυρές και ενδιαφέρουσες επιμέρους σελίδες του Κραχτ, κρύβουν τόσο τρόμο για τη ζωή. Αναρωτιέμαι ακόμη γιατί δεν διασαφηνίζεται ποιοι ακριβώς είναι οι Νεκροί τού μάλλον κραυγαλέου τίτλου του βιβλίου: τα συσσωρευόμενα πτώματα ή μήπως τα φαντάσματα των πρωταγωνιστών; Η ευφυής απροσδιοριστία που επιλέγει ο συγγραφέας μοιάζει με σημείο των καιρών ή αλλιώς με δείκτη ανάκαμψης των σκοτεινών φαντασμάτων της ανθρωπότητας, που υπηρετούμενα από έναν μεταμοντερνιστικό σχετικισμό φτάνουν πλέον να ανασυγκροτούνται και πολιτικά. Η παραποίηση της αλήθειας και το «ξεθεμελίωμα του ορθού λόγου» αθωώνονται έτσι αξιωματικά.
Christian Kracht
Οι νεκροί
Mτφ. Βασίλης Τσαλής
Εκδ. Παπαδόπουλος 2017, σελ. 188,
Τιμή: 14 ευρώ