Ο Ζακ Λανγκ βλέπει όνειρα. Και τα αφηγείται. Βλέπει ότι αλληλογραφεί με τη Μελίνα Μερκούρη 24 χρόνια μετά τον θάνατό της. Της γράφει ότι την είδε να παίζει στο θέατρο για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση, της θυμίζει στιγμές που ζήσανε μαζί στα Συμβούλια των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της υπόσχεται πως δεν ξεχνά την ιδέα της: τις πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Κι αυτή στο τέλος τού απαντά μέσα από μια επιστολή… Το ξυπνητήρι όμως χτυπάει και το όνειρο τελειώνει. Ο Ρενό Ντενουί είναι ο συγγραφέας στον οποίο ο Ζακ Λανγκ περιέγραψε το όνειρό του. Κι εκείνος κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ενα όνειρο της Μελίνας», έκδοση της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου.
Στο εισαγωγικό σημείωμα ο βέλγος ακαδημαϊκός Μισέλ Ντιουμουλέν θυμίζει ότι το 1970, στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Η υπόσχεση της αυγής», η Μελίνα ενσαρκώνει τη Μίνα, μια μάνα που κατά τη γερμανική κατοχή γράφει 250 επιστολές, με τρυφερότητα και χιούμορ, προς τον γιο της. Αναθέτει μάλιστα σε μια φίλη της να τις παραδώσει στον γιο της –όπερ και εγένετο τρία χρόνια μετά τον θάνατό της, όταν ο τελευταίος επιστρέφει στην απελευθερωμένη πλέον Γαλλία. Ισως κάπου εδώ τα όνειρα να συναντούν τη μυθοπλασία. «Ο χειμώνας έμπαινε ορμητικός. Εβρεχε στην Αθήνα. Η νύχτα έπεφτε. Βρεθήκαμε σε ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Το ντεκόρ του ήταν μπλε. Ακόμα και τα κεριά ήταν μπλε», γράφει ο Λανγκ στην πρώτη επιστολή του. «Ηταν 27 Νοεμβρίου του 1983 και ήμασταν εδώ και δύο χρόνια υπουργοί Πολιτισμού. Σε είχα θαυμάσει στο “Ποτέ την Κυριακή”, όμως στο θέατρο σε είδα πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Ημουν 35 ετών, καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Νανσί και παθιασμένος θεατρόφιλος. Και μόνο η παρουσία σου ηλέκτριζε το πλήθος. Δεν τόλμησα τότε να σε πλησιάσω. Σε έβλεπα σαν λιονταρίνα γεμάτη ομορφιά, ευγένεια και ιδέες».
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ. Στην πραγματικότητα, ο Λανγκ και η Μελίνα γνωρίστηκαν στις εκλογές του 1977, όταν βρέθηκε στο πλευρό της και με εντολή –όπως αναφέρει –του Φρανσουά Μιτεράν έλαβε μέρος στην προεκλογική εκστρατεία της. Το 1979 η Μελίνα τού το ανταπέδωσε: στις πρώτες ευρωεκλογές ήταν δίπλα του στη μεγαλειώδη, όπως θυμάται, συγκέντρωση του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην πλατεία του Τροκαντερό, στο Παρίσι. «Αισθανόσουν καλά στη Γαλλία, τη χώρα που σε υποδέχθηκε εξόριστη της χούντας των συνταγματαρχών», της γράφει. Το 1983 η Ελλάδα αναλαμβάνει για πρώτη φορά την εξαμηνιαία προεδρία τής τότε ΕΟΚ και με πρωτοβουλία της Μελίνας πραγματοποιείται στην Αθήνα η σύνοδος υπουργών Πολιτισμού των «10». Την προηγούμενη ημέρα καλεί τον Λανγκ για δείπνο στο εστιατόριο «με το μπλε ντεκόρ» και εκεί «υπό την επήρεια ίσως της ρετσίνας», όπως ο ίδιος λέει, τον παρακαλεί να υποστηρίξει την ιδέα της υπέρ της ετήσιας ανακήρυξης μιας πόλης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Παρά το γεγονός ότι Βρετανοί και Γερμανοί δήλωναν αντίθετοι. «Προσφέρθηκες μετά τη σύνοδο των υπουργών να με μεταφέρεις με το αυτοκίνητό σου στο αεροδρόμιο, όπου θα έπαιρνα το αεροπλάνο για το Παρίσι… Επιχειρηματολογούσες με πάθος…», γράφει ο Λανγκ, σημειώνοντας πως στην αρχή είχε επιφυλάξεις: «Μου θύμιζε λίγο καρτ ποστάλ». Ομως η Μελίνα και ίσως η ρετσίνα είχαν ήδη κάνει το θαύμα τους. «Το αεροπλάνο απογειώθηκε και όλα αυτά γυρνούσαν στο μυαλό μου. Διαβολογυναίκα, σκέφτηκα. Με είχε πείσει», ομολογεί ο Λανγκ, που ανέλαβε στη συνέχεια να πείσει τους υπουργούς άλλων κρατών. Ετσι το 1985 το Συμβούλιο των Υπουργών Πολιτισμού της ΕΟΚ υιοθέτησε την απόφαση περί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, ορίζοντας πρώτη την Αθήνα. «Νομίζω πως είμαστε σύμφωνοι στο ότι η Αθήνα δεν ήταν μια “μεγάλη” Πολιτιστική Πρωτεύουσα», σχολιάζει ο Λανγκ. «Πολύς αυτοσχεδιασμός, ελλιπής συντονισμός και κανένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός». Εξίσου επικριτικά είναι άλλωστε και τα σχόλιά του για τις άλλες ελληνικές πόλεις που πήραν το χρίσμα. Στη Θεσσαλονίκη του 1997 «η καρδιά μου πόνεσε για λογαριασμό της δικιάς σου», της γράφει, ενώ σε ό,τι αφορά την Πάτρα του 2006 κάνει λόγο για μια αξιολύπητη ελληνικότητα, εντελώς αντίθετη από αυτή που στα μάτια του Ζακ Λανγκ πρέσβευε η Μελίνα. Μια ελληνικότητα που τον οδήγησε να ψιθυρίσει –τον Μάρτιο του 1985 –στον Ανδρέα Παπανδρέου την ιδέα να την προτείνει για την Προεδρία της Δημοκρατίας. «Φοβούμενος ότι θα τον επισκιάσεις, προτίμησε έναν άχρωμο πολιτικά δικαστικό, τον Χρήστο Σαρτζετάκη», της λέει.
Εννέα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1994, η Μελίνα Μερκούρη πεθαίνει στη Νέα Υόρκη. «Ενας αβάσταχτος πόνος με κυρίευσε. Δεν σταματούσα να σε σκέφτομαι», της γράφει. «Το ίδιο και ο Μιτεράν. Αρρωστος και αυτός, έβλεπε ότι η θητεία του στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας αλλά και η ζωή του τελείωναν». «Την παραμονή της κηδείας σου ο Ζυλ Ντασσέν μού ζήτησε να είμαι ο μόνος μη έλληνας ομιλητής. Αδύνατον να αρνηθώ. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και βρέθηκα στην Αθήνα. Ηταν η πρώτη φορά που δεν με υποδέχθηκες», γράφει ο Λανγκ. «Καλή μου φίλη, είχες δίκιο», της λέει εν κατακλείδι. «Οι πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης χτίζουν γέφυρες την ώρα που οι άλλοι σηκώνουν τείχη. Ας προστατεύσουμε λοιπόν τους γεφυροποιούς».
Και, ω του θαύματος, η Μελίνα τού απαντά: «Καλέ και τρυφερέ μου φίλε. Διάβασα όλα τα γράμματά σου… Θυμήθηκα τα λόγια του Ηρακλείτου. Αυτό που περιμένει τους ανθρώπους μετά τον θάνατο δεν είναι ούτε αυτό που προσδοκούν ούτε αυτό που φαντάζονται… Η αιωνιότητα είναι μια ανεπανάληπτη σκηνοθεσία. Ενα θέατρο που κλέβεις την παράσταση από τον Θεό… Και η μικρή μας Ευρώπη. Τόσο μικρή, τόσο εύθραυστη, τόσο λίγο ελληνική, τόσο λίγο μυθική…». Το ξυπνητήρι χτυπάει. «Δεν έπρεπε», καταλήγει ο συγγραφέας. Ηταν ένα γλυκό όνειρο αγάπης.