Ενας πεζογράφος του επιπέδου του Βαγγέλη Ραπτόπουλου γνωρίζει πολύ καλά να αποφεύγει τους υψηλούς αισθηματικούς τόνους, ακριβώς για να αναδεικνύεται καλύτερα η αισθηματική εμβέλεια ενός θέματος όπως οι Κλουβίτες. Ετσι ώστε αν φτάσεις στο σημείο να δακρύσεις, το δάκρυ να είναι «ύδωρ εκ της πέτρας», αναμφισβήτητα μεγάλης σημασίας συγκίνηση, έστω και αν δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για τη δυστυχία της ανθρωπότητας.
Αυτή η φωτογραφία από την περίοδο της Κατοχής έχει μεν να κάνει με μια ιστορία αληθινή και καθόλου ψεύτικη, την ίδια στιγμή όμως πρόκειται για ένα γεγονός ελάσσονος σημασίας σε σύγκριση με άλλα, το οποίο ελάχιστοι νεότεροι γνωρίζουν. Ελάσσονος σημασίας, αλλά ικανό να πάρει συμβολικές διαστάσεις ή ίσως απλώς να συνοψίσει κάτι ευρύτερο που επικρατούσε τότε.
Μιλάω για τους επονομαζόμενους Κλουβίτες.
Προκειμένου να προστατεύσουν τις στρατιωτικές τους αμαξοστοιχίες από τις επιθέσεις τού ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί κατέφυγαν σ’ ένα αλεπουδίσιο κόλπο: τοποθετούσαν μπροστά από τη μηχανή του τρένου μια πλατφόρμα, μια καρότσα πες, που γύρω γύρω κι από πάνω την έφραζαν με αγκαθωτό σύρμα. Υστερα στερέωναν εκρηκτικά κάτω από το δάπεδο της κλούβας, ώστε να τιναχτεί στον αέρα σε περίπτωση επίθεσης των ανταρτών.
Και μέσα στην κλούβα φυλάκιζαν έλληνες ομήρους, οι οποίοι μοιραία θα αποτελούσαν τα πρώτα και τα πιο σίγουρα θύματα. Οι μελλοθάνατοι ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Παιδιά και γέροι, δικηγόροι και υπάλληλοι, αγρότες και βοσκοί. Κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ή της Θήβας.
Κι αν οι τελευταίοι φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα και ήταν ακούρευτοι, οι του Χαϊδαρίου ήταν όχι μόνο κουρεμένοι γουλί, αλλά και θεόγυμνοι, με τα σκελετωμένα τους κορμιά εκτεθειμένα.
Γι’ αυτό και πολλοί τους Χαϊδαριώτες τούς φώναζαν Γυμνούς. Μια τέτοια κλούβα τρένου, φορτωμένη με γυμνούς ομήρους, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα σύμβολο της κατοχικής περιόδου, αντικατοπτρίζοντας, σχεδόν ταυτόχρονα, και την υποδούλωσή μας στους Γερμανούς και το αδούλωτον της ελληνικής ψυχής.
Είναι μια εικόνα υπερβολικά προκλητική για να την αφήσεις ανεκμετάλλευτη και να μην επιδιώξεις να της προσδώσεις ευρύτερες διαστάσεις.
Κάθε φορά που έφταναν σ’ έναν σταθμό, λέει, οι Κλουβίτες φρόντιζαν να ρίξουν ραβασάκια που απευθύνονταν στους δικούς τους, ώστε να σπεύσουν να τους ειδοποιήσουν όσοι τα έβρισκαν. Κι άλλοτε, πάλι, οι δικοί τους ήταν ήδη εκεί και τους περίμεναν, οπότε, εάν οι Γερμανοί δεν τους το απαγόρευαν, πλησίαζαν, και χέρια απλώνονταν μέσα κι έξω από το συρματόπλεγμα της κλούβας για ν’ αγγιχτούν. Ή για να δώσουν και να πάρουν τσιγάρα, φαΐ και νερό.
Κι ακόμα, οι Κλουβίτες δεν έκλαιγαν τη μοίρα τους ούτε θρηνούσαν, λέει, κι ας ήταν θρονιασμένοι πάνω σ’ όλα εκείνα τα μασούρια του δυναμίτη. Αντιθέτως, στέκονταν περήφανοι στη θέση τους, σαν παλικάρια, τραγουδώντας πατριωτικά θούρια και καλώντας τους αντάρτες να μη σταματήσουν τις επιθέσεις.
«Ετσι πολεμάμε, μέσ’ από τις κλούβες, μαζί σας κι εμείς!».
Τέλος, τον πρώτο καιρό, οι κατακτητές επέτρεπαν στους συγγενείς να πλησιάζουν τις κλούβες στους σταθμούς, με την υστεροβουλία να καρπωθούν κι εκείνοι λίγα ή πολλά απ’ όσα κουβαλούσε και παρέδιδε ο κόσμος στους ομήρους.
Αργότερα, όμως, ιδίως από το καλοκαίρι του ’44, που ο ΕΛΑΣ κατόρθωσε να απελευθερώσει είκοσι πέντε Κλουβίτες στον σταθμό του Ψαθόπυργου Αχαΐας, οι Ναζί απαγόρευσαν, υπό την απειλή τουφεκισμού, να πλησιάζουν οι πολίτες στις κλούβες των τρένων.
Εάν ήμουν κινηματογραφιστής, δεν θα έχανα την ευκαιρία. Μια ολόκληρη ταινία με πρωταγωνιστές κάποια ομάδα από Κλουβίτες και με επεισόδια αντλημένα από τις διαδρομές της αμαξοστοιχίας, της οποίας προπορεύεται το βαγόνι τους.
Εκτός από μια ταινία εποχής, που θα πετύχαινε ίσως να ζωντανέψει τόσο την ατμόσφαιρα όσο και την ουσία της Κατοχής, θα είχαμε αναμφισβήτητα να κάνουμε και μ’ ένα ακαταμάχητο θρίλερ.
Φανταστείτε την αρπάγη της αγωνίας, στην οποία θα παρέμεναν γραπωμένοι θεατές και πρωταγωνιστές της ταινίας.
Τη συγκεκριμένη φωτογραφία με τους Κλουβίτες των τρένων –διά χειρός του σπουδαίου φωτογράφου της Αντίστασης Σπύρου Μελετζή –την πρωτοείδα στο βιβλίο των Κώστα Ν. Χατζηπατέρα και Μαρίας Φαφαλιού – Δραγώνα «Μαρτυρίες ’41-’44, Η Αθήνα της Κατοχής» (τόμος β’), που κυκλοφόρησε το 2003. Αποτελεί για μένα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά φωτογραφικά στιγμιότυπα του πνεύματος της Κατοχής στη χώρα μας, εκφράζοντάς το ολοζώντανα. Γι’ αυτό και φρόντισα να το ενσωματώσω, μαζί με άλλες δύο φωτογραφίες – ντοκουμέντα, στο μυθιστόρημά μου «Η πιο κρυφή πληγή» (2012). Ενα μυθιστόρημα σύγχρονο, από τη Μεταπολίτευση ώς τους Αγανακτισμένους, κι όμως επικεντρωμένο στα Δεκεμβριανά του 1944.
Παρατηρήστε τη φωτογραφία προσεκτικά. Κατ’ αρχάς, κάτω δεξιά, μόλις που διακρίνονται οι ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής. Κι ακόμα, δύο τουλάχιστον από τους ομήρους (εκείνος, σε πρώτο πλάνο, ο καθιστός με το άσπρο μαντίλι στο κεφάλι, όπως και ο όρθιος στ’ αριστερά του με το ανοιχτόχρωμο παντελόνι, που έχει το ένα του χέρι πλεγμένο στο συρματόπλεγμα και είναι γυρισμένος προφίλ) είναι προφανές ότι χαμογελάνε. Αυτή η φωτογραφία, αυτό το ανατριχιαστικό στιγμιότυπο όπου απεικονίζονται Κλουβίτες, είναι ασφαλώς σήμα κατατεθέν της γερμανικής κατοχής. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι θα μπορούσε να αποτελεί εξίσου και στιγμιότυπο από τα Δεκεμβριανά, με τους αναπόφευκτους ετεροχρονισμούς.
Μια κλούβα τρένου γεμάτη με αριστερούς, προσαρμοσμένη μπροστά από τη μηχανή του τρένου, το οποίο μεταφέρει άγγλους στρατιώτες και έλληνες χωροφύλακες αυτή τη φορά, ταγματασφαλίτες και χίτες. Και για τον φόβο των ανταρτών κρατούν φυλακισμένους στην κλούβα τούς ομοϊδεάτες τού ΕΛΑΣ, έτσι ώστε να κομματιαστούν εκείνοι πρώτοι σε περίπτωση επίθεσης.
Μια κλούβα τρένου παγιδευμένη με εκρηκτικά και φορτωμένη με κομμουνιστές κρατουμένους, που διασχίζει όχι τη χώρα, αλλά την ίδια την Ιστορία, ξεκινώντας από την Κατοχή και φτάνοντας ώς τα Δεκεμβριανά, για να συνεχίσει από κει και πέρα με προορισμό την καρδιά του Εμφυλίου. Μια κλούβα τρένου που εξακολουθεί τον δρόμο της μέσα στον χρόνο και φτάνει τελικά μέχρι εμάς, μέχρι σήμερα.