Γρηγόρης Πασχαλίδης
Καθηγητής Πολιτισμικών Σπουδών, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Αίρεση χωρίς ιερατείο
Ο όρος cult, από το λατινικό cultus για τη λατρεία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από κοινωνιολόγους σαν τους M. Weber, E. Troeltsch και P. Becker για να προσδιορίσουν τις ανεπίσημες, ολιγομελείς, περιθωριακές θρησκευτικές ομάδες σε αντιδιαστολή προς τις θεσμικά οργανωμένες και καθιερωμένες εκκλησίες. Η προέκταση της χρήσης του από τα κοινώς θεωρούμενα ύποπτα και αιρετικά «νέα θρησκευτικά κινήματα» σε ορισμένες αποκλίνουσες μορφές πολιτισμικής λατρείας υπογραμμίζει τις αναλογίες μεταξύ των δύο φαινομένων. Πράγματι, το cult συνιστά μια αίρεση σε σχέση με την επίσημη θρησκεία της κουλτούρας, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην έννοια του κλασικού. Το κλασικό είναι διαχρονικό, ευρέως παραδεκτό και καθιερώνεται από επίσημους πολιτισμικούς θεσμούς, όπως οι κριτικοί και η εκπαίδευση. Η λατρεία του κλασικού δεν απαιτεί να το γνωρίζουμε, αλλά να το (επανα)επιβεβαιώνουμε. Η ακόμα και δίχως προσωπική γνώση αναγνώριση του κλασικού συνιστά μια ζωτική πτυχή του πολιτισμικού κεφαλαίου μας. Το cult, αντίθετα, είναι εφήμερο, αφορά μόνο μια μικρή αφοσιωμένη κοινότητα και βασίζεται αποκλειστικά στην προσωπική γνώση, που συχνά περιλαμβάνει κάθε λογής ασήμαντες λεπτομέρειες. Οχι μόνο δεν συνδέεται με την κατοχή ενός ζηλευτού πολιτισμικού κεφαλαίου, αλλά μάλλον εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το πολιτισμικό μας επίπεδο ή γούστο.
Αντίθετα με την πολιτισμική ορθοδοξία, το cult είναι μια αίρεση χωρίς ιερατείο, δόγμα ή αυθεντία. Κατά συνέπεια, δεν είναι ανταγωνιστικό, δεν διεκδικεί το απόλυτο, το μοναδικό ή το αλάθητο. Είναι εγγενώς πολυθεϊστικό και πλουραλιστικό, συγκροτούμενο στη βάση δύο βασικών τελετουργιών: της επαναληπτικότητας και της συμμετοχικότητας. Οι φίλοι των cult κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών δεν τις παρακολουθούν, αλλά τις ξαναβλέπουν –επίμονα, εξονυχιστικά, ακούραστα. Η επαναθέαση, όπως και η επανανάγνωση, σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ, δεν υπάγεται στη λογική της κατανάλωσης αλλά του παιχνιδιού, και μάλιστα εκείνου όπου το ίδιο επανέρχεται ως διαφορετικό. Δίπλα στις αέναες τηλεοπτικές επαναλήψεις, οι τεχνολογικές εξελίξεις –το βίντεο, το DVD, τα νεότερα μέσα ροής σαν το YouTube και το Netflix –συνέβαλαν καθοριστικά στην εδραίωση της τελετουργίας της επαναθέασης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι Trekkies, οι φανατικοί φίλοι του «Star Trek», της πρώτης cult τηλεοπτικής σειράς, εξέδιδαν φανζίν, οργάνωναν τοπικές λέσχες και ετήσια συνέδρια. Στο επίκεντρο του υποπολιτισμικού ακτιβισμού τους ήταν μια παιγνιώδης, αυτοσχέδια επιτελεστικότητα που κλιμακώθηκε εντυπωσιακά όταν οι θεατές στις (επανα)προβολές του «Rocky Horror Picture Show» (Jim Sharman, 1975) άρχισαν να εμφανίζονται μεταμφιεσμένοι σε χαρακτήρες της ταινίας, να προλαμβάνουν τις ατάκες των ηθοποιών και να αναπαράγουν τα μουσικοχορευτικά μέρη της. Σε αυτό το στοιχείο εστιάζει ο Ουμπέρτο Εκο όταν ορίζει την ταινία cult ως ένα διακειμενικό μωσαϊκό, ως μια συρραφή ετερόκλητων κλισέ, που προσφέρεται στον κερματισμό και στην ανακύκλωσή της με τη μορφή αξιομνημόνευτων χαρακτήρων, σκηνών και φράσεων. Η συμμετοχικότητα, όμως, δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή, αλλά επεκτείνεται και στη δημιουργία, καθώς συχνά περιλαμβάνει τη διεύρυνση της cult μυθοπλασίας μέσω της ανάπτυξης παραλλαγών, εκδοχών ή πτυχών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η διαμόρφωση της γλώσσας των Klingon, των εξωγήινων «κακών» στη σειρά «Star Trek». Το «Star Trek: Discovery», η τελευταία σειρά επεισοδίων που προβάλλει το Netflix, συνοδεύεται από υπότιτλους σε αυτήν τη γλώσσα!
Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη των μέσων ροής έκανε συμφέρουσα τη στροφή της βιομηχανίας του θεάματος στα ειδικά κοινά, με συνέπεια να αναπτυχθεί μια εσκεμμένη αισθητική και ρητορική του cult για την προσέλκυσή τους. Το μετα-cult είναι η προσομοίωση του cult, η μετάλλαξή του σε γραμματική (σύγκρινε λ.χ. το «Fringe» με το «X-Files»). Παράλληλα, το Διαδίκτυο ευνόησε την αυτενέργεια και αυτοοργάνωση των cult κοινοτήτων, την πληθωρική ανάπτυξη της κουλτούρας του cult προς κάθε κατεύθυνση. Εχουμε cult ηθοποιούς (λ.χ. Dennis Hopper, Rutger Hauer, Harry Dean Stanton), cult μουσικούς (λ.χ. Ian Dury, Lou Reed, Kurt Cobain, Yoko Ono), cult συγκροτήματα (λ.χ. Radiohead, Primus, Nick Cave & The Bad Seeds), ενώ δίπλα στα cult μυθιστορήματα της προηγούμενης γενιάς, όπως το «The Catcher in the Rye» (J.D. Salinger), το «On the Road» (J. Kerouac) και το «Naked Lunch» (W. Burroughs), πρόσφατα προστέθηκαν ο «Χάρι Πότερ» (J.K. Rowling) και το «50 Shades of Grey» (E.L. James). Το Διαδίκτυο βρίθει από κάθε λογής λίστες cult, που δεν ακολουθούν όμως τα ίδια κριτήρια: κάποιες βασίζονται στην επιδραστικότητα ή την πρωτοποριακότητα, άλλες στη νοσταλγία ή απλώς στην εκκεντρικότητα. Πολλές, πάλι, συγχέουν το cult με τη δημοφιλία.
Το cult όμως είναι αυθαίρετο, απείθαρχο στη λογική της τυποποίησης ή της λίστας. Από τις απαρχές του δεν αφορά τα ευρέως δημοφιλή είδωλα, αλλά τα παρακατιανά ειδώλια. Διακρίνεται από μια διάθεση διάσωσης από τη λήθη ή την κριτική απαξίωση, την επανεκτίμηση του περιθωριακού ή του στιγματισμένου. Ως χειρονομία αποκατάστασης, επιπλέον, δεν επιδιώκει την ένταξη στο mainstream, αλλά την πολλαπλότητα των κριτηρίων και ιεραρχιών πολιτισμικής αξίας. Το φαινόμενο cult αποτελεί, συνεπώς, οργανικό μέρος του μεταπολεμικού κύματος πολιτισμικού εκδημοκρατισμού, της καταρχήν ισοδυναμίας όλων των πολιτισμικών μορφών. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει τη ρευστότητα του κύρους των πολιτισμικών αντικειμένων: τα χθεσινά «σκουπίδια» μεταξιώνονται σε σημερινούς «θησαυρούς». Ο,τι πετάξαμε ως ασήμαντο ή ανούσιο, αργά ή γρήγορα το ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Πέρασαν πάνω από δύο χιλιετηρίδες για να αποκαταστήσουμε τις πήλινες ταναγραίες κούκλες και από τις αρχαίες χωματερές όπου τις βρήκαμε να τις βάλουμε σε περίοπτη θέση στα μουσεία μας. Στην περίπτωση της πλαστικής και σχεδόν εξηντάχρονης πια Barbie, χρειάστηκαν μόλις λίγες δεκαετίες έως ότου γίνει συλλεκτικό αντικείμενο και, εν τέλει, μουσειακό έκθεμα. Ισως να πρέπει να διορθώσουμε τη γνωστή ρήση του Μαλαρμέ και να παραδεχτούμε αυτό που ήδη ξέρουν καλά οι αρχαιολόγοι: ότι όλα υπάρχουν για να γίνουν κάποτε αντικείμενα cult.
Ορσαλία – Ελένη Κασσαβέτη
Διδάσκουσα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και μέλος ΣΕΠ, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Αλλο cult, άλλο trash
Νομίζω ότι η συζήτηση θα πρέπει να αρχίσει από τη διαπίστωση ότι ο όρος cult είναι εξόχως προβληματικός. Εντούτοις, οι διαφορετικοί ορισμοί και περιγραφές που του αποδίδονται από θεωρητικούς του κινηματογράφου, κριτικούς, αλλά και τους θεατές τείνουν να συγκλίνουν σε μια εναντίωση κι αμφισβήτηση του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου που ισχύει κυρίως σε ακμαίες κινηματογραφικές βιομηχανίες (λ.χ. στην περίπτωση του χολιγουντιανού συστήματος) του mainstream κινηματογράφου ή του κινηματογράφου τέχνης. Επίσης, εντοπίζεται μια κοινή παραδοχή αναφορικά με τον τρόπο που οργανώνονται οι φανατικοί θεατές των cult φιλμ και η συμβολή τους στην ανάδειξή τους σε τέτοια. Ετσι, από τον χαρακτηρισμό του Sconce (1995) ως paracinema (παρακινηματογράφος, που περιλαμβάνει μια ειδολογική βεντάλια από φιλμ exploitation, σοφτ πορνό κ.λπ.) οδηγούμαστε σε ένα ευρύτερο πεδίο κατανόησης του όρου cult: μια κατανόηση που συνδέεται όχι μόνο με οικονομικούς, αλλά και με κοινωνικούς ή γεωγραφικούς όρους. Το cult διακρίνεται από μια ποικιλόμορφη γεωγραφική δυναμική, η οποία γίνεται αντιληπτή με μια απλή σύγκριση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Προφανώς, κατανοούμε ότι μιλάμε για διαφορετικά και μάλλον μη μετρήσιμα μεγέθη. Υπάρχουν φιλμ –βλ. το «Star Wars» –με μια τεράστια ακολουθία οπαδών, οι οποίοι πραγματοποιούν παρελάσεις κάθε χρόνο στις αμερικανικές πολιτείες και χαίρουν γενικής αποδοχής σε διεθνές επίπεδο (σ’ αυτή την περίπτωση ανήκουν και φιλμ giallo, splatter, slasher, επιστημονικής φαντασίας, erotica και άλλα) και στη χώρα μας. Μάλιστα, το τελευταίο γεγονός επικυρώνεται από την ύπαρξη ενός μικρού πυρήνα συλλεκτών και οπαδών, οι οποίοι είτε γράφουν σε περιοδικά ή φανζίν για cult φιλμ ή διοργανώνουν σχετικές προβολές. Ωστόσο, κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να ειπωθεί για την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή ή το ελληνικό βιντεοκύκλωμα των μέσων της δεκαετίας του 1980. Παρόλο που υπάρχουν φιλμ όπως «The Navel» (Β. Γεωργιάδης, 1975) ή «The Devil’s Men» (Κ. Καραγιάννης, 1976) τα οποία αργά, αλλά σταθερά απέκτησαν ένα cult following, κυρίως λόγω της δραστηριότητας των συλλεκτών ή τυχόν επανεκδόσεών τους, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι το ίδιο δημοφιλή σε κύκλους φανατικών κινηματογραφόφιλων στη χώρα προέλευσής τους. Επίσης, η ελληνική βιντεοταινία που παρήχθη μεταξύ 1985-1990 εμφανίζεται να έχει αποκτήσει ένα cult στάτους, αλλά μόνο εντός της ελληνικής επικράτειας. Συχνά, οι θεατές αγνοούν αν η ταινία ήταν κινηματογραφική ή αν εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της βιντεοπαραγωγής (κάτι που είναι εμφανές σε μορφολογικό επίπεδο) και κυρίως τη βαφτίζουν cult επειδή προέρχεται από τη δεκαετία του 1980. Οι άσκοπα και άκριτα νοσταλγικές αναφορές και συνδέσεις, η πίστη στην αληθοφάνεια της βιντεοεικόνας, οι μεμονωμένοι χαρακτήρες που έχουν καθιερωθεί στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο ως β’ διαλογής διασκεδαστές (βλ. Ταμτάκος), η συχνά αρκετά πρόχειρη λήψη και επεξεργασία των βιντεοταινιών, αλλά και το νεότερο labeling τους ως αυτές που «είναι cult και έρχονται από τη δεκαετία του 1980» (τα DVD του «TiVO»), όλα τα παραπάνω προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τις βιντεοταινίες ως cult θέαμα. Ωστόσο, μόνο όταν μπορέσουμε να εντοπίσουμε το κοινό που τις παρακολουθεί τώρα, τη διασπορά και τη διείσδυσή τους στη δημοφιλή κουλτούρα στον 21ο αιώνα και την κλίμακα στην οποία αυτές κι όχι άλλες ταινίες έχουν αποδεχθεί σιωπηλά τον όρο και τον υποστηρίζουν, θα μπορέσουμε ενδεχομένως να διαχωρίσουμε τον όρο cult από εκείνον του trash.
Χάρης Καμπουρίδης
Τεχνοκριτικός – σημειολόγος
Οπτικές λατρείες και μαγείες
Αγγλική η λέξη cult, με κοινωνιολογική προέλευση και ρίζα λατινική: cultus είναι η λατρεία. Αλλα στο βάθος βάθος της έννοιας cult υπάρχει το occult που δηλώνει αποκρυφισμό. Δεν είναι μόνο ζήτημα καθοδηγούμενης είτε υιοθετούμενης αφοσίωσης σε μαζικά σύμβολα, αλλά και σαφής επίκληση της λειτουργίας τους. Οπτικοποίηση τελετών κακόβουλων δηλαδή, σχεδόν μαγείας. Συμβαίνει πλέον σε πολλές περιοχές, στο ντιζάιν, στην πολιτική, στη θρησκεία, στη μουσική. Ακόμη και στην ιατρική, όπου από τα αρχαία χρόνια ενεργοποιούνταν ως healing, ψυχική συνδρομή στην ιατρική θεραπεία. Ενδεχομένως και η ουσία της εκκλησιαστικής λειτουργίας να βασίζεται στο cult, με τη συνέργεια εικόνων, ψαλμών και επικλήσεων.
Στα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι καθημερινό όσο και ανομολόγητο υλικό. Εάν το υλικό των ειδήσεων δεν βασιστεί στα πρόσωπα και γεγονότα με μαγνητισμό μαζικό, χάνει την ελκυστικότητα και την προσέλκυση. Αυτά τα πρόσωπα θα πρέπει να είναι είτε ήδη χαρισματικά (δηλαδή αξιολάτρευτα, cult) είτε να βασίζονται πλαγίως σε τέτοια άλλα οχήματα. Διαχρονικό cult υπάρχει στις μυστικές εταιρείες, στις θεωρίες συνωμοσίας κ.ο.κ.
Στον ελληνικό εικαστικό/αισθητικό χώρο το cult είναι παρόν, αν και όχι τόσο στο κεντρικό προσκήνιο. Θα το δούμε στα γκραφίτι, στη σκηνογραφία των πολιτικών συγκεντρώσεων και των παραστάσεων μουσικών ειδώλων στη σκηνή. Σε πιο αυστηρό πλαίσιο, υπάρχει στην gothic art και στις transexual και queer συνθέσεις. Δεν έχουν αγοραστές τέτοια έργα τέχνης, αλλά συχνά «γράφουν» στα οπτικά μίντια ως ελκυστικές παραδοξότητες, οπότε και αναπαράγονται.
Πολλά έργα πάντως τέτοια υπάρχουν στις συλλογές Saatsci που απέκτησε ο συλλέκτης Δάκης Ιωάννου. Στην Tate Gallery έχουν ειδικό τμήμα μουσειολογικό, εντός του Homosexuality & Lesbian Art, όπου το cult οπτικό στοιχείο ενεργεί ως εργαλείο λατρευτικό. Συχνά το cult είναι και kitsch και θυμίζει την outsider art, δηλαδή την τέχνη των ψυχιατρείων, των φυλακών, των περιθωριακών κάθε λογής που επιχειρούν δική τους λατρευτική εικονογραφία, με σκόπιμα ανεκπαίδευτη (raw) απεικόνιση, αλλά εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Βασίλης Βαμβακάς
Επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Από την ανυπαρξία στην πλήρη νομιμοποίηση
Ο ορισμός του cult είναι το ίδιο σύνθετος με κάθε άλλο όρο που προσπαθεί να βάλει μια τάξη (και μια ιεραρχία) στις πολιτισμικές πρακτικές. Τρία χαρακτηριστικά του όμως φαντάζουν σχετικά σταθερά στον χρόνο: μιλάμε α) για προϊόντα που αποτελούν μέρος της μαζικής κουλτούρας, τα οποία δεν κατάφεραν ή δεν επιδίωκαν τη μεγάλη δημοφιλία, β) το κοινό – χρήστες τους και λιγότερο το περιεχόμενό τους τα κάνουν ξεχωριστά σε σχέση με άλλα παρόμοια προϊόντα, γ) διαμορφώνουν ένα πεδίο πολιτισμικής διάκρισης για όσους δηλώνουν πιστοί τους. Δύσκολα μπορεί επίσης να μιλήσει κανείς για cult προϊόν το οποίο να μην έχει προκύψει από την οπτικοακουστική υπερπραγματικότητα του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και σήμερα του Διαδικτύου (δύσκολα θα ονομάσει cult κανείς ένα βιβλίο).
Στο παρελθόν η λειτουργία της cult παραφιλολογίας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική γιατί ανέπτυξε λόγους και πρακτικές που αμφισβήτησαν όλες εκείνες τις αντιλήψεις που καταδίκαζαν συλλήβδην τη μαζική κουλτούρα ως βιομηχανία ευτέλειας, χειραγώγησης, παθητικότητας. Από την εποχή του «Σταρ Τρεκ» και των πιστών οπαδών του (Trekkers ή Trekkies) στη δεκαετία του ’60 «μαίνεται» αυτός ο ακήρυχτος πόλεμος εναντίον των επιχειρημάτων ελιτιστικής καταδίκης των ΜΜΕ (και ειδικά της τηλεόρασης) ως παραγωγών πολιτισμικών σκουπιδιών ή εμπέδωσης πλανητικά του αμερικανικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.
Στην Ελλάδα άργησε η εμφάνιση του cult και των σχετικών πολιτισμικών πρακτικών των φανατικών οπαδών του που υπήρξαν ιδιαίτερα δραστήριοι και διεκδικητικοί σε άλλες χώρες. Ο λόγος της πολιτικής καταδίκης του μαζικού και δυτικότροπου πολιτισμού υπήρξε ιδιαίτερα ανθεκτικός και η οποιαδήποτε cult ταυτότητα δεν ήταν εύκολη. Από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα αρχίζει να αναπτύσσεται και εδώ κάτι σχετικό. Οι ταινίες του Νικολαΐδη ή του Στάθη Ψάλτη, ο κόσμος της ελληνικής βιντεοπαραγωγής, παραδείγματα της ποπ μουσικής βιομηχανίας (π.χ. Prince), οι σαπουνόπερες αρχίζουν και παίρνουν cult συμφραζόμενα ως νομιμοποίηση προσώπων και προϊόντων που είτε βρίσκονται στο μεταίχμιο υψηλής και χαμηλής τέχνης είτε απλά συνιστούν αγαπημένες ψυχαγωγικές συνήθειες που δεν μπορούσαν να βρουν κανένα επίχρισμα «ποιότητας». Το ίδιο πνεύμα θα συναντηθεί στη δεκαετία του ’90 για πολλές από τις εκπομπές της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης που θα κατατάσσαμε στην Trash TV («Αυτόφωρο», «Πρωτοδικείο», «Χρυσό κουφέτο» κ.ά.). Ολες αυτές οι περιπτώσεις όμως, παρότι φλερτάρουν με τον χαρακτηρισμό και τη σημασία του cult, δεν οργανώνουν πολύ ενεργές κοινότητες ενδιαφέροντος (fandom).
Η μεγάλη τομή που συμβαίνει καταρχήν στο εξωτερικό στον χώρο της τηλεοπτικής μυθοπλασίας και επηρεάζει πολύ την Ελλάδα είναι οι σειρές που, από τη δεκαετία του 2000 ιδίως και ύστερα, συνειδητά πλέον στοχεύουν στη δημιουργία μιας cult πρόσληψης. Κατ’ αρχάς, το «X-Files», αλλά στη συνέχεια πολύ περισσότερο το «Lost» δημιουργούν τέτοιες ιστορίες. Ειδικά η περίπτωση του «Lost» στην Ελλάδα θα συμπέσει με τη διάδοση της ευρυζωνικότητας, των πειρατικών πρακτικών στο Διαδίκτυο και θα δημιουργήσει ένα νέο τηλεοπτικό (πολυμεσικό επί της ουσίας) ήθος με χιλιάδες φανατικούς θεατές και πολλές κοινότητες σχολιασμού και αναπαραγωγής της σειράς.
Η δεκαετία του 2000 βέβαια είναι η εποχή που ο κύριος (αθέλητος συχνά) παραγωγός του cult, η τηλεόραση, αλλάζει πολιτική. Είναι η εποχή που η αμερικανική τηλεοπτική μυθοπλασία επιτυγχάνει (κυρίως μέσω της συνδρομητικής εκδοχής της) σε παγκόσμια κλίμακα τη σύγχυση μεταξύ cult και μαζικού (ή mainstream). H αναζήτηση του cult δεν αφορά πια λίγους και διακριτούς αλλά πολλούς. Ακόμη ακριβέστερα οδηγεί τους πολλούς στην αναζήτηση της εναλλακτικής ψυχαγωγίας, της «ψαγμενιάς» και όχι της «αμερικανιάς». Είναι άλλωστε η εποχή που η τηλεοπτική παραγωγή με τρόπο βαρύγδουπο διαφημίζει ότι δεν κάνει πια τηλεόραση (HBO) αλλά ουσιαστικά μια νέα πιο σύνθετη και πολύ πιο κοντά στην κινηματογραφική αισθητική παραγωγή. Μέσα σε λίγα χρόνια και ενώ τα Μέσα όλο και περισσότερο θα συγκλίνουν (τηλεόραση, κινηματογράφος, Διαδίκτυο), το cult μπερδεύεται με το ποιοτικά δημοφιλές και η μεταξύ τους διαφοροποίηση δεν είναι εύκολη ούτε ίσως και ζητούμενη πια. Η (διαδικτυακή) νοσταλγία άλλωστε για το παρελθόν και την υποτιθέμενη ή πραγματική αθωότητά του είναι αυτή που κυριαρχεί εμβαπτίζοντας σχεδόν όλα τα παλιά «καταναλωτικά» προϊόντα σε νέες ιερές αναφορές λατρείας χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις. Οπότε σήμερα το cult υποχωρεί σε αξία αφού τείνει να γίνει απλά συνώνυμο της ποιότητας ή το ακριβώς αντίθετο, η αδιαφοροποίητη αποδοχή του μαζικού πολιτισμού στις πιο ακραίες του εκδοχές.
Κώστας Μπαλαχούτης
Μουσικός ερευνητής
Καφάσης, Ζαγοραίος, Περπινιάδης
Τους καλλιτέχνες και τις τάσεις στην τέχνη τις υπογραμμίζουν οι ειδικοί, αλλά τους / τις ακολουθεί ο κόσμος. Την ίδια ώρα υπάρχει ένας και μόνο άξιος και αδέκαστος κριτής, ο χρόνος. Δεν ξέρω, για παράδειγμα, αν ο Κώστας Ψυχογιός που έγραφε και ερμήνευε για «Ενα ριγέ σακάκι» ήταν, είναι κιτς για ορισμένους, πάντως και σε άλλα τραγούδια στα οποία μετείχε, τη μάχη με τον πανδαμάτορα την κέρδισε περίτρανα. Ενδεικτικά αναφέρω: «Ιστορία μου, αμαρτία μου», «Αν κάνω άτακτη ζωή», «Παράνομή μου αγάπη», «Δώσε μου φωτιά», «Κάθε ηλιοβασίλεμα», «Δεν μπορεί, είναι αδύνατον», «Γέλα κυρία μου»… Κάποια από αυτά τα τραγουδούν και οι «σοβαροί» στα προγράμματά τους και σίγουρα στις παρέες τους. Δεν θέλω να πω ότι ο Ψυχογιός είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ή ο Μάνος Ελευθερίου, πάντως τραγούδια που εξακολουθούν να «παίζονται» 40 και 50 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους κάτι ιδιαίτερο διαθέτουν. Το ίδιο ισχύει και για τον Κώστα Καφάση που ερμηνεύει τα δύο τελευταία της μικρής λίστας που παρέθεσα… Ξέρετε, στο εξωτερικό, πολλοί κατώτεροί του ερμηνευτικά πούλησαν και πουλούν φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες με τη θεατρικότητά τους. Αμα δείτε τα άλμπουμ της ζωής καλλιτεχνών όπως ο Καφάσης, ο Ψιλόπουλος, ο Ξανθάκης, η Μαυράκη και, και, και… θα εκπλαγείτε από το ποιοι πήγαιναν να τους ακούσουν. Πρωτοκλασάτοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πολιτικοί, τραγουδισταράδες… μέχρι και η Μελίνα!
Ο Σπύρος Ζαγοραίος, βαδίζοντας σταδιακά από την ωριμότητα στο φινάλε του, έγινε αρχιερέας του cult, τουλάχιστον στην εν Ελλάδι έκφανση του όρου. Κι όμως μιλάμε για έναν στιβαρό ερμηνευτή, ζυμωμένο στα χρόνια του ’50 και του ’60 με όλους τους άξιους, που ξεχώρισε και για τον μπαλανταδόρικο τρόπο του. Από το ’70 και μετά, όταν είδε πως τα πράγματα στη ζωή και στο τραγούδι αλλάζουν, ο μπαρμπα-Σπύρος πούλησε τρέλα και αφού είδε ότι έπιανε, τη μεγέθυνε. Την ίδια ώρα όμως και ο ίδιος «έπαιζε» με τα γούστα των ακροατών του, δηλώνοντας την απορία της απήχησης που είχαν cult καταστάσεις και εκφράσεις του. Τον είχα ζήσει από κοντά, συνυπογράψαμε κι ένα τραγούδι… Θαύμαζα την ευστροφία και τη διορατικότητά του, αλλά και την έφεσή του στις νέες τεχνολογίες, παρά το κομμένο χέρι του, από τα παιδικά του ακόμη χρόνια.
Για κάποιους ίσως να ήταν cult προς το τέλος του ακόμη και ο Βαγγέλης Περπινιάδης. Υπέγραψα ως συγγραφέας βιογραφία του… Tελικά, με όσα γνώρισα και είδα κοντά του, το cult θαρρείς ότι είναι και τίτλος τιμής. Θυμάμαι πρώτη κυρία των τιμών της ελληνικής τηλεόρασης να μην αποδέχεται την άρνησή του να εμφανιστεί στην εκπομπή της. Της τόνισα ότι δεν το επιθυμεί, είχε τις απόψεις του, αλλά εκείνη παρέμενε ανένδοτη. Ζήτησε το τηλέφωνό του, της το έδωσα, τον κάλεσε και με ύφος πολλών καρδιναλίων τού είπε ότι δεν μπορεί να φανταστεί το «όχι» του. Τον άκουσα να της λέει: «Ακου, κοπέλα μου… Ο,τι σου λέει ο Κώστας. Δεν κάνω εγώ για εσάς». Αρκετές φορές μετέφερα στον κύριο Βαγγέλη πολλές προτάσεις που μου έκαναν εκπρόσωποι του έντεχνου τραγουδιού αλλά και της εμπορικής όχθης για συνεργασίες, αλλά εκείνος δεν το συζητούσε καν. Προτιμούσε να εμφανίζεται στη Λάμψη της Πάρνηθας και να δισκογραφεί για την Πάνιβαρ της οικογένειας Βαρδουλάκη. Εκεί όπου τον «τιμούσαν» κόσμος και ντουνιάς…
Ο Πόλυς Κερμανίδης σίγουρα για πολλούς είναι cult. Αλλά για άλλους τόσους είναι και καλός τραγουδιστής. Σκαρί που ταξίδεψε και τίμησε με τον δικό του τρόπο τους επιβάτες που τον επέλεξαν για να ταξιδέψουν. Αλλωστε τα αληθινά πλοία, και όχι τα «δήθεν» που δεν βράχηκαν ποτέ, πεθαίνουν στα λιμάνια.
Παρακολουθώντας σαν ακροατής και «επαγγελματίας» του τραγουδιού τα μουσικά δρώμενα, βίωσα μοναδικές στιγμές σε Μέγαρα, Ηρώδεια, Στέγες, Ιδρύματα και Λυκαβηττούς… αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ βραδιές στο Ονειρο, στην Εθνική Οδό, με τον Μανώλη Αγγελόπουλο να ιερουργεί έχοντας τον Τάκη Σούκα στο πλευρό του. «Τι μου θυμίζεις, αδελφέ», μου έλεγε ο Μεγάλος Τσιγγάνος όταν απολαμβάναμε μετά το πρόγραμμα το ουίσκι που μας κερνούσε.
Κάθε καλοκαίρι, και όχι μόνο, στην Ελλάδα όλη, τη μεγαλύτερη προσέλευση την παρουσιάζουν τα πανηγύρια, που στην ωραία πλευρά τους είναι και γιορτές των αισθήσεων και της ψυχής. Εκεί συμμετέχουν οι λεγόμενοι δημοτικοί καλλιτέχνες. Πυργάκη, Κωνσταντίνου και σία. Δεν είναι στην πρώτη γραμμή των μίντια… αλλά, άγνωστο γιατί, παίρνουν κεφάλια. Και τι νεολαία να δείτε, που ξέρει απέξω το ρεπερτόριο… Το ίδιο γινόταν με τον Στάθη Κάβουρα, τον Κόρο, καλλιτέχνες που, όπως μου τόνιζαν, «άγγιζαν τους αισθηματίες». Δεν λέω ότι όλα τα cult είναι άγια, ίσα ίσα. Αλλά από πόσα τάχα «ποιοτικά» δεν έχουν καεί η γούνα μας και η τσέπη μας, ιδιωτική και κρατική;
Poka-Yio
Καλλιτέχνης, επιμελητής και διευθυντής της Μπιενάλε της Αθήνας
Αυτό που μας ξένιζε έγινε νοσταλγικά υποφερτό
Με μια λέξη η Disco Boom Boom. Για να το κάνουμε όμως Wiki λήμμα, θα έλεγα πως: «Το cult είναι η ανατροφοδότηση των αισθητικών ταμπού». Αυτό που κάποτε μας ξένιζε και ήταν ανοίκειο ή και ανυπόφορο και τώρα με την ασφάλεια και την εκλεκτική μνήμη της χρονικής απόστασης έχει γίνει νοσταλγικά υποφερτό αν όχι θελκτικό. Οπως το vintage έτσι και το cult εν μέρει είναι μηχανισμός αυτοάμυνας που προσπαθεί να μπαλώσει το συναισθηματικό κενό και την αποξένωση που προκαλεί η αέναη παραγωγή νέων στυλιστικών επιταγών. Επίσης έρχεται αναθεωρητικά να επανακατασκευάσει ένα παρελθόν που δεν είχαμε, εντάσσοντάς μας αναδρομικά σε κοινότητες όπου δεν ανήκαμε. Επειδή είναι cult και το να θεωρητικολογούμε, ας πιάσουμε τα παραδείγματα.
Cult ήταν οι άσπρες αθλητικές κάλτσες και τα άσπρα αθλητικά παπούτσια μέχρι τη στιγμή που έγιναν πάλι ο αντι-κανόνας. Cult είναι οι Scorpions και οι Iron Maiden αλλά και ο Nick Cave. Cult ήταν κάποτε οι πατάτες στο σουβλάκι με πίτα και τώρα έγιναν ο χυδαίος κανόνας. To cult έχει ορκισμένους οπαδούς αλλά και φανατικούς εχθρούς. Βασικά είναι η νοσταλγία μιας φυλής της οποίας κάποτε θελήσαμε κρυφά να είμαστε μέλη, αλλά συχνά ντρεπόμασταν να το παραδεχτούμε. Τώρα την αναπαράγουμε αλλά σαν νεκρό σημαινόμενο, χωρίς ενοχή, μεταπηδώντας από το ένα cult στο άλλο, φωτογραφίζοντας τη βαρεμάρα της διαδικτυακής περσόνας μας. Ενα ακόμα παράδειγμα, τα «βρώμικα» σαντουιτσάδικα. Ηταν cult κατόπιν έγιναν brand, μετά έγιναν εκπομπή και εστιατόριο και τώρα είναι έτοιμα να μπουν στο πάνθεον της νεοελληνικής σύγχρονης ιστορίας ως παράδειγμα ενός σνομπισμού που κρύβει όμως μέσα του την άναρχη βουλιμία του ανένταχτου, ασύνταχτου, δεισιδαίμονα, ενίοτε και του trash, ένα κομμάτι που ο αστικός εξευγενισμός δεν κατάφερε ποτέ να εξαλείψει. Cult είναι το κομποσκοίνι στον καρπό του hipster, ο Αγιος Χριστόφορος στον καθέφτη της νέας BMW, τα λουλούδια στα μπουζούκια.
Το πιο αφόρητο cult είναι η κρυόπλαστη (μη) επικοινωνία της γενιάς Χ με τους digital natives και ακόμα πιο cult αυτής με τους social media natives. Τα αμήχανα αστεία όσο και τα pop υποπροϊόντα φτιάχνουν ένα cult, μιας άχρονης παράλληλης πραγματικότητας στην οποία μπαινοβγαίνουμε. Αυτοί που είναι in σήμερα αγκαλιάζουν αυτό που είναι cult σήμερα και ήταν out χτες. Πολλές παράλληλες θρησκείες στις οποίες επιλεκτικά μπαινοβγαίνουμε ασθμαίνοντας στην ακόρεστη ανάγκη μας να ανήκουμε.