Ενα καθαρό, κρυστάλλινο ματς -κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που προεξοφλούσε ότι θα είναι στημένο- έμελλε να αποτελέσει την απαρχή για να γεμίσει αγωνιστικούς λεκέδες τα επόμενα χρόνια ο Εθνικός Αστέρας.
Μία ομάδα που μετείχε στην Α’ Εθνική το 2002 έφτασε το 2017 να συμπληρώνει 90 χρόνια από την ίδρυσή της (σημειωτέον το 1927 γεννήθηκε ο πρόγονός της, ο Εθνικός Καισαριανής) ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού στη Γ’ κατηγορία της ΕΠΣ Αθηνών. Πέντε επίπεδα κάτω από τη Σούπερ Λίγκα βρίσκεται ο σύλλογος και ψάχνει την επανεκκίνηση (2ος στον β’ όμιλο φέτος).
Η ελεύθερη πτώση ξεκίνησε το 2012, ύστερα από τη 10ετή παρουσία στη Β’ Εθνική, όμως κατά τον Σπύρο Λιβαθινό η μοίρα της ομάδας άλλαξε στις 8 Μαΐου 2002.
«Επειδή ήταν γνωστή η κουμπαριά μου με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη και έπαιζε στην ομάδα μας και ο αδερφός του Αγγελου Μπασινά, ο Στέφανος, όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι θα κερδίζαμε τον Παναθηναϊκό στην Καισαριανή την τελευταία αγωνιστική και θα εξασφαλίζαμε την παραμονή» διηγείται στα «ΝΕΑ» ο άνθρωπος που το ονοματεπώνυμό του είναι συνυφασμένο με τα χρόνια ακμής του Εθνικού Αστέρα.
«Ακόμη και με ισοπαλία θα παίζαμε μπαράζ με την Παναχαϊκή. Δεν ζητήσαμε όμως από κανέναν να μας βοηθήσει. Δεν θέλαμε να μας χαριστεί ο Παναθηναϊκός. Κι ας έλεγαν όλοι ότι θα μας δώσει το ματς. Θυμάμαι ακόμη τον Βαζέχα να πανηγυρίζει, όταν πέτυχε το δεύτερο γκολ (1-2). Εχω μάθει όμως να κερδίζω μέσα στο γήπεδο και αισθάνομαι υπερήφανος που δεν έχω δώσει ποτέ δικαιώματα. Αναλογιστείτε μόνο τι συμβαίνει σήμερα στο ποδόσφαιρο…» τονίζει ο τότε προπονητής του Εθνικού Αστέρα.
Τα αίτια της πτώσης
Και εξηγεί γιατί πήρε την κάτω βόλτα ο σύλλογος της Καισαριανής. «Τα τηλεοπτικά συμβόλαια ήταν εκείνα τα χρόνια στην ακμή τους. Αν έπεφτες στη Β’ Εθνική τα έσοδα συρρικνώνονταν απελπιστικά και άρχιζε η φθορά σε περίπτωση που δεν κατάφερνες να επανέλθεις άμεσα. Εχουμε δει πολλές ομάδες που πέφτουν από τη Α’ Εθνική και εξαφανίζονται. Δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει ούτε ο κύριος Παπαδόπουλος και πλέον ο Εθνικός Αστέρας είναι σαν να μη υφίσταται…».
Ο Λιβαθινός θυμάται ακόμη ότι «κρέμονταν σαν τα σταφύλια οι φίλαθλοι όταν εξασφαλίσαμε την άνοδο στην Α’ Εθνική για πρώτη φορά στην ιστορία της ομάδας το 1998». Στη συνέχεια καθοδήγησε τον Εθνικό Αστέρα στα 110 από τα 124 παιχνίδια της ιστορίας του στην ελίτ του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στα άλλα 14 ήταν προπονητής ο Νίκος Αλέφαντος.

«Υστερα από τρία χρόνια που πετύχαμε την παραμονή σχετικά άνετα αποχώρησα, γιατί προέκυψε το 2001 μία πρόταση από την Κίνα με τεράστιο ποσό για την εποχή. Ηθελαν να αναλάβω την ολυμπιακή ομάδα της χώρας για να έρθουν το 2004 στην Αθήνα με Ελληνα στον πάγκο. Πήγα για υπογραφές στην Κίνα, αλλά τελικά έκανα πίσω. Είναι δύσκολη η προσαρμογή. Τότε προέκυψε και ένα πρόβλημα στη μέση και χρειάστηκε να υποβληθώ σε χειρουργική επέμβαση. Μετά ανέλαβα την Παναχαϊκή και επέστρεψα στο τέλος της περιόδου 2001-02 στον Εθνικό Αστέρα προσπαθώντας να σώσουμε την παρτίδα».

Ο Εθνικός Αστέρας ήταν και ο τελευταίος σύλλογος που καθοδήγησε ο Σπύρος Λιβαθινός (από το 2015 μετέχει στο τεχνικό τιμ της Εθνικής Νέων). Η επιτυχημένη του θητεία πάντως είχε ανοίξει την πόρτα της επιστροφής στον Παναθηναϊκό με την ιδιότητα τού προπονητή, όμως αρνήθηκε την πρόταση, λόγω ηθικών ενδοιασμών. «Δεν ήθελα να ειπωθεί ότι χρησιμοποιώ την κουμπαριά μου με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη» εξηγεί. Κατόπιν αυτού αρκέστηκε στο πόστο του σκάουτερ και πιστώθηκε αρκετές μεταγραφές με θετικό πρόσημο. Εφερε μεταξύ άλλων στον Παναθηναϊκό Γκονζάλες, Δ. Παπαδόπουλο και Σαλπιγγίδη. Οπως είχε πιστωθεί και το limit up αρκετών παικτών (ενδεικτικά Γιώργος Κοντόπουλος, Στέφανος Μπασινάς) που έφτασαν στο πικ τους στην Καισαριανή (1998-2002).