Ποιος είναι καλός; Αυτός που δεν πράττει το κακό; Και πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο; Και πάνω απ’ όλα, υπάρχει περίπτωση ο καλός να μη σταυρωθεί; Τα ερωτήματα αυτά αναψηλαφεί ακολουθώντας το ντοστογεφσκικό κείμενο του «Ηλίθιου» η ομότιτλη παράσταση που ανεβαίνει από σήμερα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Νίκος Διαμαντής, ετοιμάζοντας τη δική του διασκευή στο έργο, τοποθετεί στο επίκεντρο έναν από τους πιο αγαπητούς χαρακτήρες της παγκόσμιας δραματουργίας: τον πρίγκιπα Μίσκιν που θρυμματίζεται από καλοσύνη και αναδεικνύει το διαρκές ταξίδι του από το σκοτάδι στο φως. «Επέλεξα τον “Ηλίθιο” για να μιλήσω για τον πόνο του ανθρώπου και την εσωτερική του πάλη, για τον τρόπο με τον οποίο πέφτει και σηκώνεται, λοξοδρομεί, εφάπτεται με τους άλλους, θρυμματίζεται απ’ αυτούς», αναφέρει ο Νίκος Διαμαντής. «”Ηλίθιοι” κατ’ αυτή την έννοια είμαστε όλοι στη ζωή μας –ή όλοι υπήρξαμε κάποτε. Ολοι υπήρξαμε διαφανείς, θρυμματισμένοι από το άγγιγμα που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε. Ολοι μας συντριφτήκαμε στις ανθρώπινες επαφές μας. “Ο ηλίθιος” του Ντοστογέφσκι είναι ο τρόπος με τον οποίο διαλύεται μέσα μας πότε το σκοτάδι και πότε το φως. Στην πραγματικότητα όλη μας η ζωή αποτελείται από μικρές στιγμές ηλιθιότητας. Σαν να βρισκόμαστε σε σκοτάδι, το οποίο το φωτίζουμε με το σπίρτο, σαν μικρά διακροτήματα ηλιθίων».
Ο Μίσκιν απαντάει στον χλευασμό με αγάπη, μια στάση που θυμίζει τη χριστιανική διδαχή. Αυτό το θρησκευτικό προσωπείο –που μπορεί να παρομοιαστεί με τον Ιησού –ενισχύεται από τον σκηνοθέτη μέσω της αναφοράς στην Προς Κορινθίους Α’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και τον Υμνο της Αγάπης. «Δεν πρόκειται μόνο για θρησκευτικό στοιχείο, αλλά για ένθεο. Είναι ένας τρόπος για να υπάρχεις. Ο λόγος που επέλεξα την Επιστολή είναι επειδή θεωρώ ότι είναι το σπουδαιότερο κείμενο που μιλάει για το θαύμα της αγάπης. Επέλεξα αυτό ακριβώς για να μιλήσω για τον πυρήνα της ψυχής του Μίσκιν. Ολο το έργο, που αγγίζει σαν νυστέρι τα βάθη της ψυχής του, είναι μια προσπάθεια να διεισδύσουμε στον χαρακτήρα του Ηλίθιου με δύο τρόπους. Ο ένας είναι μέσα από το ίδιο το πρόσωπο και ο άλλος μέσα από την επαφή και τη γοητεία των άλλων απέναντί του. Θεωρώ ότι το κείμενο του Αποστόλου Παύλου δεν είναι ένα θρησκευτικό κείμενο, αλλά ένα κείμενο δήλωσης απέραντης αγάπης και θυσίας, το οποίο δίνει ταυτότητα και νόημα στο πρόσωπο του ανθρώπου. Αντιμετώπισα τον “Ηλίθιο” σαν μια ποιητική παραβολή, σαν μια προσπάθεια να μιλήσουμε λοξά και ταυτόχρονα σαν ένα ποίημα ελπίδας».
ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ. Επαναφέροντας συνέχεια το δίπολο της αγάπης και της απαξίωσης, ο σκηνοθέτης φωτίζει την εικόνα μιας κοινωνίας που φαίνεται να θέλει να ξορκίσει το κακό και αναζητάει το καλό. «Η παράσταση είναι μια παραβολή πάνω στη θυσία. Μια παραβολή πάνω στον τρόπο που το κακό προσπαθεί να διεισδύσει στο καλό… Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο το φως προσπαθεί να σκίσει το σκοτάδι. Πιστεύω στο φως και αυτός είναι ο λόγος που διάλεξα τον Ηλίθιο, όσο και αν συντρίβεται μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Πιστεύω στην καλοσύνη των ανθρώπων, σ’ αυτήν τη βαθιά, ανθρώπινη, ουσιαστική καλοσύνη. Αυτήν τη στιγμή, το κακό φαντάζει ελκυστικό, με αυτόν τον κανιβαλισμό των ενστίκτων που υπάρχει γύρω μας. Ομως ξέρουμε όλοι βαθιά μέσα μας, τις στιγμές που μένουμε μόνοι μας, τις στιγμές που αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας γυμνούς, ότι η μόνη λύση απέναντι σε όλο αυτό το κακό που μας περιβάλλει είναι ακριβώς η αστραπή του φωτός. Αυτό το ελάχιστο φως».
Επί σκηνής μάλιστα χρησιμοποιεί σύμβολα για να σφραγίσει την ακροβασία ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Αλλωστε, όπως παραδέχεται ο ίδιος, απέφυγε τη ρεαλιστική περιγραφή του μυθιστορήματος, αναφέροντας και μια εικόνα από την ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ». «Καταβυθίζω τον Μίσκιν στα σκοτάδια του και τον φέρνω στην επιφάνεια συνεχώς. Τον καταβυθίζω μέσα από το μοτίβο ενός αθώου πλάσματος –που είναι η ψυχή του -, ενός μικρού αθώου γαϊδαράκου, με τον οποίο συνομιλεί ο Μίσκιν. Αυτός ο αθώος γάιδαρος είναι τα μύχια της ψυχής του. Προσπαθώ να φωτίσω αυτές τις αστραπές τού φωτός που φωτίζουν παραδειγματικά τις ζωές μας, μέσα από ένα μικρό επαναλαμβανόμενο μοτίβο ενός γαϊδάρου που αταλάντευτα με υπομονή και επιμονή αθώος, διασχίζοντας τη βαρβαρότητα, οδηγεί την ψυχή του Μίσκιν προς το φως. Αυτό το άγιο πρόσωπο φωτίζεται με τις επαναλαμβανόμενες επιληπτικές κρίσεις, αγγίγματα του Θεού –δύο μέσα στο έργο -, οι οποίες συντρίβουν το πρόσωπο του Μίσκιν και λειτουργούν σαν αλλεπάλληλοι θρυμματισμοί, σαν αγγίγματα του Σύμπαντος…».
ΔΕΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Από τη μεγάλη πινακοθήκη προσώπων του Ντοστογέφσκι ο Νίκος Διαμαντής κράτησε μια δεκάδα. Τους κεντρικούς ρόλους ερμηνεύουν, λοιπόν, οι Πέτρος Φιλιππίδης, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Κίτσου, Λένα Παπαληγούρα, Γιώργος Κωνσταντίνου, Γιώτα Φέστα, Ιωάννης Παπαζήσης, Στάθης Ματζώρος, Γιώργος Δεπάστας και Χάρης Χιώτης, συμπυκνώνοντας ολόκληρο τον κόσμο της εποχής. «Πύκνωσα όλους τους χαρακτήρες, δίνοντάς τους ειδικό και διαφορετικό βάρος, αφαιρώντας τις όποιες αλληλοεπικαλύψεις, έτσι ώστε να μπορέσω να πυκνώσω τις σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα προς μια κατεύθυνση μπεργκμανική, πολύ βαθιά, υπαρξιακή. Ανατέμνοντας τον Μίσκιν από τη μια, ήθελα μέσα από μια θεατρική γλώσσα καθαρών μοτίβων να πυκνώσω τη συμπεριφορά των προσώπων γύρω του. Δεν παρουσιάζω μια ρεαλιστική τοιχογραφία της εποχής –πράγμα που δεν με ενδιέφερε, υπήρχε η εξαιρετική διασκευή του Σκουλούδη που έχει γίνει πάνω σ’ αυτό -, αντίθετα, περιγράφω μια πολύ συγκεκριμένη καταβύθιση στα σκοτάδια του ήρωα και στα σκοτάδια της σχέσης του με τους άλλους, πολύ κοντά στα ανθρώπινα πάθη που περιγράφει ο Ντοστογέφσκι. Ο τρόπος με τον οποίο διάλεξα αυτά τα δέκα πρόσωπα είναι η δημιουργία ενός σταθερού κοντινού μεγεθυντικού φακού που φωτίζει τις αντιθέσεις, παρουσιάζοντας με καθαρό, διαυγή τρόπο την ανθρώπινη πινακοθήκη του τρένου του “Ηλίθιου”», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.
Η ΚΙΤΣΟΥ – ΦΙΛΙΠΟΒΝΑ. Η Μαρία Κίτσου υποδύεται τον ρόλο της Ναστάζια Φιλίποβνα, ενός προσώπου που δεν την αφήνει αδιάφορη τόσο ερμηνευτικά όσο και προσωπικά. «Κατέχει έναν δικό της, ξεχωριστό χώρο στην καρδιά μου εδώ και χρόνια.Από τότε που πρωτοδιάβασα τον “Ηλίθιο”, η μορφή της με στοίχειωσε. Εγινε η αγαπημένη μου καταραμένη ηρωίδα.Για μένα είναι σαν να υπήρξε πραγματικά κάποτε αυτή η γυναίκα κι έτσι την αντιμετωπίζω. Οπως θα αντιμετώπιζα κάθε ιστορικό πρόσωπο. Εχοντας όμως μια πιο προσωπική εμπλοκή μαζί της, σαν να της έχω μεγαλύτερη αδυναμία. Ο Ντοστογέφσκι ως μεγάλος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής έχει κάνει στο μυθιστόρημα ένα φοβερό ψυχογράφημα αυτού του χαρακτήρα και πάνω σε αυτό κυρίως στηρίχτηκα καθώς βέβαια και σε ό,τι άλλο έχει γραφτεί. Από μελέτες μέχρι γκραβούρες, ταινίες, οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει σχέση με αυτήν. Εχω προσπαθήσει επίσης να ανασύρω από μέσα μου ή να ανακαλύψω χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να μας συνδέουν. Ηταν και είναι για μένα μια περιπέτεια, ένα ταξίδι στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, το οποίο θα συνεχιστεί χωρίς τέλος γιατί ο πλούτος του είναι ανεξάντλητος», παραδέχεται η ηθοποιός. Η ηρωίδα της, παρά το όνομά της, δεν γνώρισε ποτέ την Ανάσταση αφού ζει στο σκοτάδι γιατί κακοποιήθηκε από νεαρή ηλικία. Ολες αυτές οι ιδιαίτερες πτυχές τής προσωπικότητάς της κάνουν την Κίτσου να δένεται μαζί της. «Νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να συμπονέσει ένα τόσο δυστυχισμένο και βασανισμένο πλάσμα, πόσω μάλλον εγώ που την υποδύομαι και της έχω αδυναμία.Την καταλαβαίνω, την κατανοώ και συμπάσχω μαζί της, κι αυτό κάποιες φορές μπορεί να γίνει αρκετά επώδυνο», καταλήγει.