Είναι κι αυτό ένα είδος ανταλλακτικής οικονομίας: το Βερολίνο προσφέρει στην Αθήνα μια παράταση έξι μηνών στην περικοπή των συντάξεων ζητώντας σε αντάλλαγμα την επίλυση του θέματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Πιο πρακτικά, η γερμανική καγκελαρία προσφέρει μια μικρή ανάσα στην ελληνική κυβέρνηση για να ξεμπερδέψει με κάτι που η ίδια βλέπει ως χρονίζουσα εκκρεμότητα ή –πιο κυνικά –ακόμη ένα ελληνικό πρόβλημα που της δημιουργεί μικρούς ή μεγαλύτερους πονοκεφάλους.
Τηρουμένων των αναλογιών, το Βερολίνο έχει κάνει και άλλες τέτοιες προσφορές στο παρελθόν –μπορεί να θυμηθεί κανείς ενδεικτικά τα 50 δισ. ευρώ που προσέφερε ο γερμανός πρώην υπουργός Οικονομικών στη χώρα μας για να αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ. Εκείνη η προσφορά είχε απορριφθεί από την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση –και ευτυχώς. Μένει να φανεί εάν η σημερινή θα δεχθεί το δώρο της εξάμηνης αναβολής των περικοπών ή θα επικρατήσει ένα δόγμα που θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια παράφραση: «Φοβού τους Γερμανούς και συντάξεις φέροντας».
Παραμένει γεγονός, πάντως, ότι σημερινή κυβέρνηση έχει αποδειχθεί η πιο βολική για τους δανειστές στα οκτώ χρόνια της κρίσης –κι ας είναι αυτή που ανέλαβε την εξουσία με απελευθερωτικούς θούριους και εθνεγερτικούς παιάνες. Κι όμως, είναι αυτή που συνέβαλε τα μέγιστα στη μείωση όλων των γερμανικών και γενικότερα ευρωπαϊκών πονοκεφάλων που σχετίζονται με την ελληνική κρίση –είτε επειδή κράτησε τον κομματικό της στρατό μακριά από τους δρόμους εξασφαλίζοντας έτσι την εφαρμογή του Μνημονίου χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς, είτε επειδή αποδείχθηκε η πιο ευεπίφορη στις απαιτήσεις των δανειστών. Σε κάθε περίπτωση, όλα θα κριθούν από την Ιστορία –από εκείνα που δόθηκαν έως αυτά που πρόκειται να δοθούν.