Ο ένας έχει βαριά τραυματισμένο πατέρα στην εντατική και αντί να προσευχηθεί για την ανάρρωσή του κατά μόνας και ιδιωτικά όπως είναι λογικό, σε πλήρη κατάνυξη και συντριβή, κάνει την προσευχή του ανάρτηση στο Facebook. Ο άλλος έχασε την κόρη του και αντί να βιώσει μοναχικά το πένθος και τον θρήνο, ως είθισται και όπως πρέπει, γράφει σχετικές μαντινάδες και τις κρεμάει στο Internet.
Ισως να υπάρχει, πια, εδραιωμένη η πεποίθηση πως ο Θεός σερφάρει νυχθημερόν και δέχεται παρακλήσεις ή άλλα αιτήματα, όχι ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, αλλά, πλέον, μόνο μέσω του Διαδικτύου. Αυτό σε κάποιο βαθμό ίσως να είναι λογικό, διότι και Θεός να είσαι πώς να βγάλεις άκρη με τόσα αιτήματα και παράπονα που διατυπώνει άναρχα, ακατάπαυστα και κατά ριπάς το ανθρώπινο γένος –ενώ αν διατυπώνονται μέσω Internet υπάρχει μια συγκεκριμένη ελεγχόμενη διαδρομή, ένα κλασάρισμα και μπορεί κάποιος, ακόμα και αν είναι το Υπέρτατο Ον, να έχει μια σταθερή και σαφή πλατφόρμα, όπου συγκεντρώνονται όλα τα αιτήματα, τα πάντα, και δεν χάνονται στον αέρα όπως μια προσευχή, ένα τρισάγιο, μια παράκληση, αλλά παραμένουν εκεί, ωσάν σε κιβώτιο παραπόνων, ώστε η Ανώτερη Δύναμη να μπορεί να τα αναγνώσει οποιαδήποτε στιγμή και πιθανώς να τα διευθετήσει σε εύθετο χρόνο.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν με την ιδέα πως ο όντως βίος βρίσκεται μόνο μέσα στο Internet και, ό,τι υπάρχει εκτός Διαδικτύου, η πραγματική ζωή, η φύση, ο κόσμος, είναι μια απλή εικονική αντανάκλαση του Facebook, του Instagram και του Διαδικτύου εν γένει. Οτι δεν υπάρχουμε ένσαρκα, δεν είμαστε υλικοί, πραγματικοί, αλλά μια απλή ιδεατή απεικόνιση, μετεικάσματα, ολογράμματα του πραγματικού μας εαυτού που βρίσκεται, υπάρχει και ζει μόνο μέσα στα κινητά και στα κομπιούτερ.
Αρα μόνο μέσω του Internet οφείλουμε να αναζητούμε και την επικοινωνία με το Θείο, να στέλνουμε ευχέλαια, προσευχές και θρηνητικές μαντινάδες οι οποίες διά των δορυφόρων θα αναπέμπονται ταχύτερα προς τα άνω, προς τον Μεγάλο Λογαριαστή και Επουράνιο Εισαγγελέα.
Αλλά επίσης θα δημοσιοποιούνται και στον γήινο περίγυρο, προς την (εικονική) κοινωνία. Και βέβαια οι κυβερνήσεις και ο νόμος μπορεί να πασκίζουν να προστατεύσουν με πολλούς τρόπους τα προσωπικά δεδομένα, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι το θέλουν και οι ίδιοι οι πολίτες, οι οποίοι δημοσιεύουν ακατάπαυτα στο Facebook πού βρίσκονται, τι κάνουν, τι βλέπουν απέναντι, πού πήγανε χθες το βράδυ. Βγαίνουν φωτογραφίες γυμνοί, απαθανατίζουν τον πισινό τους και τον κάνουν ανάρτηση, τραβούν selfie ενώ κάνουν γιόγκα στο μπαλκόνι, κάποιες γυναίκες κατά τη φάση που είναι έγκυες (τη διογκωμένη κοιλιά τους), το νεογέννητο μωρό τους, ή τα δώρα που έφεραν οι φίλοι στα γενέθλια του Γιαννάκη. Τα πάντα. Προσφέρουν ακόμα και τις πιο ιδιωτικές τους στιγμές σε δημόσια θέα, κοινοποιούν και τα πιο απόκρυφα, καμαρώνουν με το στρινγκ, ακόμα και με ζώα που βασανίζουν, ή όχι. Τα πάντα στη διατίμηση, στην αρένα, σε κάθε βλέμμα κακόβουλο ή όχι, καμαρώνοντας. Αλλοι για να προκαλέσουν, να μπούνε στο μάτι διαφόρων, άλλοι να ναρκισσευτούν, ή να αυτο-επαινεθούν, πρακτική πολύ συνηθισμένη, αφού το αυτο-κοπλιμάν είναι απαραίτητο σε καρδιές τόσο λυσσασμένες για την πενιχρή δόξα του Διαδικτύου.
Ποια προσωπικά δεδομένα; Ποιος τα θέλει, εφόσον αποκλείουν την αυτο-επίδειξη; Τη λεζάντα; Το «δέστε τι όμορφη που είμαι με το μπικίνι στις Οινούσσες», ή πόσο σέξι με το μπουρνούζι στο ντους, τι κούκλος που είναι ο δίχρονος μπέμπης μου, ή εγώ όταν ήμουνα δέκα χρονών στο χωριό, με σαγιονάρες, δίπλα στο καμπαναριό –και ποιος νοιάζεται, ποιος νοιάζεται για το πώς ήσουνα, είσαι, ή θα είσαι; Αλλον γκαϊλέ δεν είχαμε; Θα πεις: είναι πολλοί που ενδιαφέρονται χάριν δεκαρολογίας, που δεν κάνουνε άλλη δουλειά όλη μέρα και νύχτα και το τέως εν στενώ κουτσομπολιό τώρα έχει γίνει δημόσια αξία και πρακτική. Η μικρολογία και τα ανούσια ιδιωτικά έχουν γίνει το θέμα της ημέρας κι όποιος δεν ακολουθεί είναι καθυστερημένος, αναχρονιστικός –πέραν του ότι πολλοί προτιμούν από τα «προσωπικά δεδομένα», τη θεληματική αυτο-διαπόμπευση. Εξάλλου ο αυτο-διασυρμός είναι κι αυτός ένας τρόπος να υπάρχεις, θεαματικός μάλιστα, σε στυλ: όλοι γελούν με μένα κι εγώ ξεκαρδίζομαι.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση αν κάποιοι φτάνουν στο σημείο ακόμα και να θρηνούν την απώλεια στενού τους προσώπου μέσω Internet, ή με αναρτημένες προσευχές στο Facebook να παρακαλούν για τη σωτηρία του (εφόσον ο Θεός παρακολουθεί συστηματικά το Διαδίκτυο –ίσως μάλιστα να είναι κι αυτός εθισμένος) και το επόμενο βήμα είναι το εξής, όπως έλεγε κάποιος ήρωας σε ένα μυθιστόρημα: η εγκατάσταση εικονικού νεκροταφείου μέσα στο Internet, όπου ο καθένας, αντί να πηγαίνει στα κανονικά Κοιμητήρια, θα βρίσκει εκεί, διά του κομπιούτερ, τον τάφο του απολεσθέντος, θα ανάβει εικονικό κερί, θα κάνει digital τρισάγιο, θα βάζει ηλεκτρονικά λουλούδια (η τιμή ανάλογα με το αν είναι ορχιδέες απ’ την Ολλανδία, ή ντάλιες του μπαχτσέ), θα επισκέπτεται άλλους τάφους –κι όλα αυτά με ένα απλό κλικ στο λάπτοπ, χωρίς να μετακινείται απ’ το σπίτι, και, εφόσον γίνει συνδρομητής στο πρόγραμμα, με πολύ φτηνότερες τιμές από μια κανονική επίσκεψη που απαιτεί χρόνο, βενζίνες και γενικώς πολύ περισσότερα έξοδα.
Εξάλλου, άμα φύγει ο άνθρωπος, τι μένει; Μόνο η μνήμη του κι όλα τα άλλα είναι κατασκευές των ζώντων. Και η μνήμη του μπορεί να τιμάται ευρύτερα, φτηνότερα και ευκολότερα μέσω του Διαδικτύου. Και αν κάποιος πιστεύει πως όλα αυτά είναι εξωφρενικά και απίστευτα, τον πληροφορώ ότι όντως σε λίγο –στη Θεσσαλονίκη καταρχήν –θα γίνουν (εικονική) πραγματικότητα. Είναι μια φυσιολογική εξέλιξη –δόξα τω Google και τω Θεώ.