Ο Βασίλης Δημάκης –και ας μην προσφέρεται για φλάμπουρο πολιτικών κομμάτων, κι ας μην μπορεί να αξιοποιηθεί από προπαγανδιστικούς μηχανισμούς –είναι το πρόσωπο των ημερών.
Ο άνθρωπος που έχει περάσει έγκλειστος τα περισσότερα ενήλικα χρόνια του, ο καθ’ υποτροπήν ληστής –όχι όμως δολοφόνος -, εκείνος που πίσω απ’ τα κάγκελα πίστεψε ειλικρινά στη δυνατότητα αυτοβελτιώσης, στην πιθανότητα να ανοίξει νέους δρόμους στη ζωή του μέσα από τη μόρφωση, συμπλήρωσε ήδη έναν μήνα ως απεργός πείνας. Μία εβδομάδα ως απεργός και δίψας. Στο έσχατο μέσο διαμαρτυρίας προχώρησε όταν τού αρνήθηκαν τη λήψη εκπαιδευτικών αδειών. Τη δυνατότητα να βγαίνει από τη φυλακή και να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, στο οποίο υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες πέτυχε και ενεγράφη.
Ο ίδιος και η δικηγόρος του θεωρούν ότι η αυτοπρόσωπη φοίτηση είναι αναμφισβήτητο δικαίωμά του, εφόσον μάλιστα το ηλεκτρονικό βραχιολάκι που θα φορούσε κατά την «ελευθερία» του θα επέτρεπε στις Αρχές να ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκεται. Το δικαστήριο στέκεται στην προηγούμενη κακή διαγωγή του, αρνείται να τον εμπιστευτεί. Ο Δημάκης στέλνει πύρινες επιστολές, δηλώνει αποφασισμένος να πεθάνει, καταρρέει και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Ο υπουργός Δικαιοσύνης επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί, ρίχνει την ευθύνη στο δικαστήριο, υπενθυμίζει εμμέσως τη διάκριση των εξουσιών στη δημοκρατία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει δίκιο. Η υπόθεση Δημάκη βρίσκεται στα χέρια του φυσικού του δικαστή. Ο οποίος οφείλει να κρίνει νηφάλια, να αποφασίσει ανεπηρέαστος από την οποιανδήποτε εξωτερική πίεση.
Εξεγείρεται μέρος της κοινής γνώμης; Αδιάφορο. Οι δικαστές δεν λειτουργούν σαν φερέφωνα του λαϊκού αισθήματος, δεν έχουν την παραμικρή υποχρέωση να συμπλέουν με την άποψη ενός ποσοστού –ούτε καν της πλειονότητας –των πολιτών. Εάν ήταν έτσι, αντί για ετυμηγορίες θα είχαμε δημοσκοπήσεις. Λαϊκές έστω συνελεύσεις, που θα αποφάσιζαν δι’ ανατάσεως της χειρός.
Κάνει ο αιτών ή ο κατηγορούμενος απονενοημένα διαβήματα; Εξίσου αδιάφορο. Ο δικαστής οφείλει να καταπνίγει την τυχόν συμπάθεια, ακόμα και τον οίκτο του. Να μην υποκύπτει σε κανενός είδους συναισθηματικό εκβιασμό. Ειδάλλως ο καθένας στο εδώλιο θα απειλούσε με απεργία πείνας, με αυτοκτονία και θα έπεφτε έτσι στα μαλακά. Πρώτο, ιερό, καθήκον της έδρας είναι η εφαρμογή του νόμου στην επίδικη περίπτωση. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται δάκρυα. Ενδεχομένως και αίμα.
Ο δικαστής εντούτοις δεν είναι μηχάνημα, το οποίο υπάγει απλώς το ειδικό στο γενικό, το συγκεκριμένο κάθε φορά περιστατικό στην αφηρημένη ρύθμιση του νομοθέτη. Αλίμονο εάν προσηλώνεται στο γράμμα και δεν αντιλαμβάνεται, και δεν ερμηνεύει, το πνεύμα. Οι νόμοι έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο.
Ο Βασίλης Δημάκης –παρασυρμένος από το θυμικό του, ίσως και από κακούς συμβούλους –διεκδικεί κατά τον πλέον απρόσφορο τρόπο. Πετάει το ίδιο του το σώμα στον ζυγό της Δικαιοσύνης, ελπίζοντας πως έτσι θα τον κάνει να γείρει προς την επιθυμητή μεριά. Χτυπάει κάτω απ’ τη μέση όσους πιστεύει ότι τον χτύπησαν κάτω απ’ τη μέση.
Η λαχτάρα του ωστόσο να απολαύσει ό,τι –υπερβαίνοντας εαυτόν –κέρδισε, την πρόσβαση στη γνώση, τον κάνει όχι απλώς εξαίρεση μα και παράδειγμα. Ενώ έχει εμπεδωθεί εδώ και δεκαετίες η αντίληψη πως οι φυλακές αποτελούν μαύρες τρύπες –κολαστήρια δίχως έξοδο προς το φως -, ο Δημάκης αποδεικνύει ότι ακόμα κι εκεί μέσα υπάρχει ελπίδα να αλλάξεις, να επαναπροσδιορίσεις τη ζωή σου, να διεκδικήσεις με αξιώσεις την κοινωνική σου επανένταξη.
Θα έπρεπε να προβάλλεται, έστω και υποκριτικά, από την πολιτεία. Θα έπρεπε το δικαστήριο, πριν απορρίψει το αίτημά του, να σκεφτεί περισσότερο πάνω στην έννοια του σωφρονισμού. Να δώσει μια συμβιβαστική έστω λύση. Ιδίως όταν ο αμετανόητος Δημήτρης Κουφοντίνας λαμβάνει, όπως το δικαιούται, τακτικές άδειες.
Είτε πεθάνει από πείνα κι από δίψα είτε ικανοποιηθεί την ύστατη έστω ώρα και λύσει την απεργία του, ο Βασίλης Δημάκης είναι ένας άνθρωπος που τα έβαλε με τη μοίρα του. Που ανέτρεψε τους σκοτεινούς οιωνούς του. Μακάρι η ελληνική Δικαιοσύνη να καταγραφεί όχι σαν εμπόδιο, αλλά ως αρωγός σε ετούτο το μικρό τεράστιο θαύμα.