Η Μόσχα, έχοντας ήδη αποκομίσει οφέλη από την παρουσία της στα συριακά εδάφη, αντιδρά στις κατηγορίες της Ουάσιγκτον ότι η συμπεριφορά της υπήρξε λανθασμένη με την κάλυψη της Συρίας και απορρίπτει διαρρήδην τα περί χρήσης χημικών όπλων από την πλευρά του καθεστώτος Ασαντ. Ειρωνευόμενη μάλιστα την «πολεμοχαρή διπλωματία των τουίτ» συνιστά στην Ουάσιγκτον να απεγκλωβισθεί από τη ρητορική της.
Το Ιράν είναι σαφώς επί ποδός πολέμου, ιδίως μετά τα φερόμενα ως ισραηλινής πρωτοβουλίας πλήγματα δύο βάσεών του στο συριακό έδαφος. Το τρίτο μέρος της ιδιότυπης αυτής Συμμαχίας, η Τουρκία, αισθάνεται άβολα με την πολύχρωμη περιβολή που έχει επιλέξει: της συμμάχου της Δύσης και του «εν όπλοις αδελφού» της Μόσχας, της οποίας τα συμφέροντα βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με εκείνα της Ουάσιγκτον και των ευρωπαίων συμμάχων της.
Ετσι, η Ανατολική Μεσόγειος αρχίζει να έχει ένα επικίνδυνο συνωστισμό πολεμικών σκαφών με το πυραυλοφόρο αντιτορπιλικό των ΗΠΑ «Ντόναλντ Κουκ» να βρίσκεται ήδη εκεί, με βρετανικά υποβρύχια να πλησιάζουν τα συριακά ύδατα και το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Χάρι Τρούμαν» να υπολογίζεται ότι θα φτάσει στην περιοχή σε μερικές μέρες. Βαρύ κλίμα που θυμίζει μέρες της κρίσης του Κόλπου των Χοίρων στην Κούβα.
Η Αθήνα οφείλει να σταθμίσει άμεσα οποιαδήποτε κίνησή της και να φροντίσει να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος. Και να μη χάνει από το οπτικό της πεδίο την ανάγκη ισχυρών συμμαχιών χάρη στις οποίες πολλά μπορεί να εξασφαλίσει και, κυρίως, την ασφάλειά της. Ο ρόλος του ουδέτερου παρατηρητή ούτε εκτιμάται ούτε υπολογίζεται στους λογαριασμούς που ακολουθούν. Και αυτό δεν σημαίνει συμμετοχή σε επιχειρήσεις. Σημαίνει σωστή πολιτική και διπλωματία. Η Αθήνα έχει μία ευκαιρία να αποδείξει και τώρα, με σωστές κινήσεις, ότι αυτή είναι ο παράγων σταθερότητας στην περιοχή και όχι το κοντινό της θέατρο παραστάσεων μουσολινικής μεγαλομανίας που, επί δεκαετίες, ειδικεύεται στο διφορούμενο παιχνίδι της «επιτήδειας ουδετερότητας».