Είχαμε επισημάνει σε παλαιότερα άρθρα μας (30/12/2017, 5/1 και 13/1/2018) τις προϋποθέσεις για να έχει στοιχειώδη σοβαρότητα μια απόπειρα αναθεώρησης του καταστατικού μας χάρτη.
Πρώτη από αυτές ήταν ο χαρακτήρας του πολιτεύματος ή όπως συνηθίζεται να λέγεται με την πολιτικά ορθή υποτονικότητα «των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας». Ο λόγος για τον οποίο αντιτιθέμεθα στη χρησιμοποίηση της τρέχουσας ονομασίας και υποστηρίζουμε ότι τίθεται αυτόχρημα ζήτημα μεταβολής του πολιτεύματος από Κοινοβουλευτική σε Προεδρική Δημοκρατία εμπεριέχεται στα δύο βασικά επιχειρήματα εναντίον της Προεδρικής Δημοκρατίας.
Το πρώτο είναι ότι η αλλαγή των θεσμών με κίνητρο τον απλό μιμητισμό (βλέπε και την ανόητη συζήτηση περί γερουσίας) παραβλέπει τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία υπήρξε, μετά τη Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα επιτυχημένο σύστημα διακυβέρνησης. Το δεύτερο είναι ότι με τη συγκέντρωση αμφίβολης δόξας και άφθονων κονδυλίων μπορεί ο οποιοσδήποτε τυχάρπαστος να οχυρωθεί στην εξουσία και να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της (βλ. Ντόναλντ Τραμπ και πιο πρόσφατα Oρμπαν στην Ουγγαρία). Δεύτερη μεγάλη προϋπόθεση είναι ο επακριβής επανακαθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Τα μέχρι τώρα εκατέρωθεν χρησιμοποιούμενα επιχειρήματα είναι ρητορικά και δημαγωγικά. Πρέπει η Εκκλησία να δεχθεί τον έλεγχο του κόστους της συντήρησης του κλήρου και να ανεχθεί έλεγχο των τίτλων και της διαχείρισης της υποτιθέμενης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Τρίτο μεγάλο θέμα είναι η ανοχή (με την κατάργηση του άρθρου 16) ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης τα ΑΕΙ αυτά θα πρέπει να ιδρύονται και να έχουν επικεφαλής ιδιώτες, που θα συγκροτούνται συλλογικά κατά βούληση.
Το σύνολο αυτών των θεμάτων που διχάζουν την κοινωνία πρέπει να έχει συζητηθεί ανάμεσα στους λαϊκούς φορείς και να συγκεντρώνει απόλυτη πλειοψηφία της μελλοντικής Βουλής. Αλλιώς, αν δεν υπάρχει δηλαδή αυτή η προϋπόθεση, η αναθεώρηση του Συντάγματος θα είναι εικονική. Θα ενισχύει την παραμονή στην εξουσία μιας χρεοκοπημένης πλειοψηφίας, που εξάντλησε τα περιθώρια ενεργού δράσης και έδωσε ό,τι είχε να δώσει.
Αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν σήμερα. Κυρίως η τυχάρπαστη και ετερόκλητη κυβερνητική πλειοψηφία παίρνει την πρωτοβουλία διάσπασης και πόλωσης του εκλογικού σώματος οξύνοντας τα πνεύματα και δημιουργώντας θέμα διαφθοράς και κάθαρσης εκ του μη όντος. Παράλληλα και αντιφατικά μεταθέτει την προσοχή του λαού σε εθνικά θέματα που διαχειρίζεται κατά άθλιο τρόπο: αντιφάσεις, προκλήσεις, αδιέξοδες εντάσεις και νταηλίδικοι παλικαρισμοί. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Τι νόημα είχε η πρόσκληση της Φώφης Γεννηματά προς όλες τις πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, να περιέλθουν σε κατάσταση καταστολής και να ανακηρύξουν τεχνηέντως ως πρώτο θέμα της χώρας την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ είναι εκκρεμές ακόμα το καθεστώς της οικονομίας, το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων έχει υποστεί καθίζηση, η μεσαία τάξη έχει φτωχοποιηθεί και οι ολιγάριθμες ανώτερες εισοδηματικά ομάδες αντί να αισιοδοξούν για το μέλλον της οικονομίας και να επενδύουν, στρέφονται πανικόβλητες προς κάθε είδους παρανομία και στον εκπατρισμό;
Τι κρύβει η αβυσσαλέα ψυχή της Φώφης; Πρόκειται για την αγωνία ενός ανεπάγγελτου, που για λόγους κληρονομικούς διέπρεψε σε δημόσιες θέσεις συμπαρασύροντας μαζί του και κάθε είδους λαμόγια απ’ την πιο ταπεινή και ανικανοποίητη πασοκαρία; Πρόκειται για μια πιο σύνθετη επιβίωση με ιδεολογικό υπόβαθρο τον πασοκικό λαϊκισμό, που δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε να προσχωρήσει με τους όρους εκείνης της εποχής στον ΣΥΡΙΖΑ; Γεγονός είναι ότι ο διμέτωπος αγώνας της Φώφης Γεννηματά διαλύει αμέσως μετά τη συγκρότησή του το υποτιθέμενο Κίνημα Αλλαγής.
Διμέτωπο κάνει κανείς όταν εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες και επιλέξει συμμάχους. Και με τους «κατσαπλιάδες» νεοκομμουνιστές και με την προσπάθεια ανασυγκρότησης μιας ευρωπαϊκής οικονομίας με κατοχυρωμένους δημοκρατικούς θεσμούς δεν γίνεται να είσαι.
Εχω επανειλημμένα διακηρύξει ότι στους εμφυλίους πολέμους χωρούν δύο αντίπαλοι. Οταν ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ανέλαβε την ηγεσία του κράτους με συντριπτική πλειοψηφία συγκροτούμενη από βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, έκανε το ιστορικό του καθήκον. Οσοι από εμάς εγκαταλείψαμε παραδόσεις με τεράστιο κόστος για να τεθούμε υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, κάναμε το χρέος μας απέναντι στη δημοκρατία και το κοινωνικό σύστημα. Το ίδιο και όσοι από την άλλη πλευρά, όσοι επέλεξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντί για κάποιον γνησιότερο που θα επέτρεπε μια πιο αχαλίνωτη επίδειξη εθνικοφροσύνης.
Το Κίνημα της Αλλαγής, τελευταίο κατάλοιπο της εγωπαθούς και κρατικοδίαιτης πασοκαρίας, δεν έχει καμία ελπίδα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα γίνει ολοκληρωμένα μόνο όταν συγκεντρωθούν εκσυγχρονιστικές πλειοψηφίες που θα αλλάξουν τον κόσμο για να τον κάνουν καλύτερο. Τολμώ να πιστέψω ότι αυτό θα γίνει με βάση τα όσα έχουμε προαναφέρει και μέσα στη ζωή μας που δεν παρέχει μεγάλα χρονικά περιθώρια.
Ας κρατήσουμε το σύνθημα των ημερών: «Καλή Ανάσταση».