Είχε στρογγυλά γυαλιά, μούσι και αλογοουρά. Οδηγούσε μια παλιά μηχανή. Αφετηρία και κατάληξή του, πάντα, ήταν η Ρόδος. Διέθετε χέρι σταθερό και τεράστια υπομονή όταν δούλευε τις πένες με τη σινική μελάνη προκειμένου να υπερτονίσει τα γελοιογραφικά χαρακτηριστικά των μορφών που απαθανάτιζε. Ονομαζόταν Βαγγέλης Παυλίδης και επαγγελματικό αντικείμενό του είχε την καρικατούρα. Εξειδικεύτηκε, μάλιστα, στα πορτρέτα δημόσιων προσώπων. Κυρίως προσώπων της πολιτικής.
Ο Βαγγέλης Παυλίδης, γνωστός στους αναγνώστες κυρίως του «Βήματος» (αλλά και της κομματικής εφημερίδας του ΠΑΣΟΚ, της «Εξόρμησης», την εποχή της σοσιαλιστικής μυθολογίας που διαμόρφωσε τον ελληνικό μεταπολιτευτικό μοντερνισμό, την ίδια στιγμή που εξύφαινε και τις σταθερές τής μεταπολιτευτικής κοινοτοπίας η οποία τελικά κυριάρχησε), ξεχωριστός γελοιογράφος κυρίως πορτρέτων, πέθανε σε ηλικία 74 ετών ανήμερα Κυριακή του Πάσχα, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης ρουτίνας. Στη ζωή του, δεν επέτρεπε στη ρουτίνα να του χαλάσει την έφεση στην περιπέτεια. Ισως γι’ αυτό, η πολύ γεμάτη ζωή του τού επιφύλαξε όχι μόνο θριάμβους, αλλά και αρκετές επαγγελματικές ήττες. Συνήθως, επέστρεφε και διεκδικούσε τη ρεβάνς. Αυτή τη φορά, ρεβάνς δυστυχώς δεν υπάρχει.
Ηταν Ροδίτης γέννημα – θρέμμα. Εκεί γεννήθηκε, εκεί έμαθε γράμματα. Εκεί έμαθε και να σχεδιάζει. Ο ίδιος αναφερόταν στο «δελτίον ατομικότητος» που διατηρούσε η δασκάλα του, όταν εκείνος πήγαινε στην τρίτη τάξη του Προτύπου Δημοτικού Σχολείου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου, το σχολικό έτος 1951-52. Ηταν παιδί ιδιότροπο, απότομο, απείθαρχο, αλλά είχε θάρρος, αυτοπεποίθηση, εξυπνάδα και, κυρίως, έφεση στα καλλιτεχνικά μαθήματα –ιδίως στην ιχνογραφία, όπως έλεγαν τότε τα καλλιτεχνικά μαθήματα.
Η παιδική έφεσή του, πάντως, στην ιχνογραφία έκανε τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, στην ως συνήθως τυπικά αμετροεπή αναφορά του στον θανόντα, να περιγράψει τις απεικονίσεις του σαν «ευρηματικές ιχνογραφίες». Αλίμονο, ο Βαγγέλης Παυλίδης δεν παρέμεινε ιχνογράφος. Αντίθετα, με γνώση και πολλή δουλειά, εξέλιξε το παιδικό του ταλέντο στο σχέδιο σε ανεπανάληπτη δεξιοτεχνία στη σύλληψη και την απόδοση όχι απλώς των εξωτερικών χαρακτηριστικών όσων, πολιτικών κυρίως, απεικόνιζε, αλλά πρωτίστως της ιδιοτυπίας καθενός και καθεμιάς, της ψυχικής και ιδεολογικής ταυτότητάς τους. Κάτι που χρειάζεται ικανότητα, οξυδέρκεια και πολιτική κρίση. Στοιχεία που ο Βαγγέλης Παυλίδης τα διέθετε και με το παραπάνω.
Τα είχε αποκτήσει στην πνευματική περιπέτεια της ζωής του. Ο Παυλίδης, ως χίπις, πέρασε επιδερμικά από τον κοσμοπολιτισμό του τουρισμού, που ως εξωτισμός είχε αρχίσει να εμφανίζεται στα ελληνικά νησιά, και στη Ρόδο, τη δεκαετία του 1960. Αλλά η χούντα οδηγούσε τους ανήσυχους σχεδόν αναπότρεπτα στα μονοπάτια της πολιτικής στράτευσης.
Μέσα στη χούντα είχε αρχίσει να βιοπορίζεται ως σκιτσογράφος. Η πρώτη του δουλειά ήταν αρχικά στην αθλητική εφημερίδα «Ομάδα» και στη συνέχεια στο «Βήμα» –εκεί του δόθηκε η δυνατότητα να καλλιεργήσει και να τελειοποιήσει το ιδιαίτερο στυλ του: αποκλειστικά με σινική μελάνη σε χαρτί, τραβώντας πολλές γραμμές, δούλευε τα πορτρέτα – καρικατούρες με τα οποία έγινε δημοφιλής. Η δουλειά ήταν επίπονη, τα προσχέδια συχνά έπρεπε να πεταχτούν και να γίνουν νέα, ενώ ο χρόνος της έκδοσης είναι συχνά εχθρός της τελειοθηρικής δουλειάς. Κι όμως. Ο Βαγγέλης Παυλίδης ασκήθηκε στην τελειοθηρία, φέρνοντας έναν νέο αέρα στην ελληνική γελοιογραφία. Ώς την εμφάνισή του κυριαρχούσαν οι αφαιρετικές γραμμές –ο Δημητριάδης, ο Μποστ, ο Αρχέλαος, ο ΚΥΡ, ο Βλάχος, ο Χριστοδούλου και οι Μητρόπουλοι, ο Κώστας και ο Βασίλης. Ο Παυλίδης εισήγαγε το στυλ Ονορέ Ντομιέ, του γάλλου καρικατουρίστα που έζησε το διάστημα 1808 έως 1879, το οποίο ήδη στην εποχή του το τιμούσαν σπουδαίοι αμερικανοί κυρίως γελοιογράφοι, όπως ο Λιούρι του «Time» και του «Life», ο Ντέιβιντ Λιβάιν του «New York Review of Books», αλλά και η κυρίαρχη σχολή του περιοδικού «Mad».
Στο «Βήμα» χειραφετήθηκε γρήγορα. Και άρχισε να προσθέτει συστατικά στις εικόνες του, που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε αναγνωρίσιμα στοιχεία ταυτότητας. Ενα τέτοιο χαρακτηριστικό στα σκίτσα του Παυλίδη ήταν η κουκουβάγια, οι γκριμάτσες της οποίας, σε κάποια γωνιά των σχεδίων του, ισοδυναμούσαν με μια γελοιογραφία μέσα στη γελοιογραφία. Πώς επινόησε την κουκουβάγια; Αφηγείται ο ίδιος:
«Στις 6 του Μάρτη 1973, σ’ ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στο “Βήμα” με τίτλο “Νεοελληνικά προβλήματα” η Μαμά Ελλάς –ιδέα του Μποστ –εμφανιζόταν να συλλογάται το μόνο που φαινόταν να απασχολεί τον τόπο την εποχή εκείνη: το ποδόσφαιρο. Η κουκουβάγια, σύμβολο της σοφίας και της Αθηνάς, θεωρήθηκε κατάλληλος σύντροφος της Μαμάς Ελλάδος. Επειδή όμως ήταν η εποχή που η δημοκρατία είχε καταλυθεί, η Σοφία –αυτό ήταν το όνομά της –είχε τα μάτια κλειστά. Ετσι γεννήθηκε η Σοφία, η Κοιμωμένη Γλαυξ, που από τότε φιγουράρει στα πολιτικά σκίτσα μου».
Τα χρόνια πέρασαν. Οι καρικατούρες του έγιναν ο αγαπημένος καθρέφτης των πολιτικών της εποχής του –οι πολιτικοί είναι φιλάρεσκοι, ακόμα και όταν τους σατιρίζεις, πόσω μάλλον όταν η δεξιοτεχνία του γελοιογράφου είναι διαχρονικότερη από την ενδεχόμενη επικαιρική κριτική του. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν μια επαγγελματική, πολιτική και καλλιτεχνική περιπέτεια. Ο Βαγγέλης Παυλίδης άλλαξε εφημερίδες (πέρασε από την «Ελευθεροτυπία», τις «24 Ωρες», αλλά από το 1989 επέστρεψε στο «Βήμα» ώς το 2010), πρόλαβε να δει κριτικά το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, πρόσθεσε χρώμα στα σκίτσα του, χρησιμοποίησε και τις τεχνικές ευκολίες των υπολογιστών. Ασχολήθηκε με τις εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων, έκανε ποιητικά σκίτσα, λατρεύτηκε και βραβεύτηκε σε πολλά φεστιβάλ. Επίσης ευτύχησε να έχει διαδόχους υποδειγματικούς πορτρετίστες –τον Θύμη Καπετζώνη (πέθανε νέος), τον Σπύρο Ορνεράκη, τον Γήση Παπαγεωργίου, την Εφη Ξένου, αρκετούς ακόμα.
Αλλά, όπως συμβαίνει πάντα και παντού, έρχεται το τέλος. Κάτω τα μολύβια. Είναι η ώρα των επιγόνων.