Η μεγάλη εκλογική νίκη του Ορμπαν δημιουργεί ωστόσο ένα επιπλέον πρόβλημα στη λειτουργία της Ευρώπης, πρωτίστως δε για την ατμομηχανή της, τον γαλλογερμανικό άξονα που δεν έχει ακόμη βρει τον ρυθμό του. Ισχυρότερος παρά ποτέ, ο Ορμπαν γνωρίζει πως δύσκολα θα επιτύχουν εφεξής τον στόχο τους αυτοί που επεδίωκαν ώς σήμερα τον εξοστρακισμό του από το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) της Ευρωβουλής. Οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ ήταν μεταξύ των πρώτων που έσπευσαν την περασμένη Κυριακή να τον συγχαρούν για την εκλογική του νίκη και σίγουρα θα τον στηρίξουν. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται όμως να δημιουργήσει και αντίρροπες δυνάμεις. Πολλοί ευρωβουλευτές του ΕΛΚ, που έχουν δηλώσει αντίθετοι προς την πολιτική συγκατοίκηση με το κόμμα του Ορμπαν, ίσως προτιμήσουν στο μέλλον να μετακομίσουν σε άλλη πολιτική ομάδα της Ευρωβουλής.
Η ευκολότερη επιλογή γι’ αυτούς θα ήταν μια πολιτική ομάδα προσκείμενη στον Εμανουέλ Μακρόν. Μόνο που η ομάδα αυτή προς το παρόν δεν υφίσταται, αφού ο γάλλος πρόεδρος επί του θέματος κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Πότε θα τα ανοίξει; Σύντομα, λένε οι γάλλοι διπλωμάτες στις Βρυξέλλες. Ενδεχομένως δε την ερχόμενη Τρίτη, όταν έπειτα από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα μιλήσει στην ολομέλεια του Στρασβούργου. Εκεί αναμένεται να αναλύσει εφ’ όλης της ύλης το πώς βλέπει την Ευρώπη για τα επόμενα τέσσερα χρόνια της θητείας του. Και επειδή το ερχόμενο έτος θα πρέπει να επιλεγούν τα πολιτικά πρόσωπα που θα διαδεχθούν τους Γιούνκερ, Τουσκ και Ντράγκι στα ηγετικά πόστα της ΕΕ, θα πρέπει ενδεχομένως να περιγράψει πώς θα γίνει η επιλογή των διαδόχων και ποια χαρακτηριστικά θα πρέπει να έχουν.
Το μείζον ερώτημα είναι αν ο γάλλος πρόεδρος θα δεχθεί ο επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιλεγεί με την ίδια διαδικασία που εξελέγη ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Δηλαδή να επιλεγεί ένας εκ των κορυφαίων υποψηφίων που θα ορίσουν πριν από τις ευρωεκλογές οι αναγνωρισμένες κατά τον κανονισμό της Ευρωβουλής πολιτικές ομάδες. Προς το παρόν η απάντησή του είναι αρνητική, προς μεγάλη απογοήτευση του ΕΛΚ και της Ανγκελα Μέρκελ. Αν ωστόσο αλλάξει γνώμη, τότε θα πρέπει να επιλέξει και αυτός σε ποια πολιτική οικογένεια ανήκει, η οποία σίγουρα δεν θα είναι ούτε το ΕΛΚ ούτε οι Σοσιαλιστές.
Μετεξεταστέος ο εκλεκτός του Γιούνκερ;
Εκ παραλλήλου με την παρέμβαση Μακρόν, η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα ασχοληθεί την ερχόμενη εβδομάδα και με το ζήτημα του διορισμού διά συνοπτικών και αδιαφανών διαδικασιών του γερμανού επικεφαλής του γραφείου του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, Μάρτιν Σελμάγερ, στο πόστο του γενικού γραμματέα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες, οι ευρωβουλευτές δεν αναμένεται να ζητήσουν την ακύρωση του διορισμού, αλλά θα ζητήσουν να κριθεί ο Σελμάγερ μετεξεταστέος. Δηλαδή θα ζητήσουν ο επόμενος πρόεδρος της Επιτροπής να τον επανακρίνει. Για τους παροικούντες την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτό σημαίνει πως αν ο ερχόμενος πρόεδρος της Επιτροπής είναι Γερμανός, ο Σελμάγερ θα φύγει, αφού δεν είναι δυνατόν και ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής να έχουν την ίδια εθνικότητα. Αν όμως ο επόμενος πρόεδρος της Επιτροπής δεν είναι Γερμανός, ο Σελμάγερ θα παραμείνει στη θέση του. Ισως δε να είναι στην περίπτωση αυτή Γερμανός ο επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προς μεγάλη απογοήτευση του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος προ ημερών είχε δηλώσει στις Βρυξέλλες με αφορμή την υπόθεση Σελμάγερ πως υπάρχει ζήτημα γεωγραφικών ισορροπιών στην κατανομή των βασικών κοινοτικών αξιωμάτων.
Οι διαφορές αντίληψης του φαινομένου Ορμπαν, οι διενέξεις για τα πόστα και τα πρόσωπα, αλλά και κάποιες ηγεμονικές πρωτοβουλίες του Βερολίνου, όπως για παράδειγμα η τελευταία απόφασή του να διαπραγματευθεί με τη διοίκηση Τραμπ για το θέμα των δασμών στον χάλυβα ερήμην της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δείχνουν λοιπόν, αν μη τι άλλο, ότι παρά τις κατά καιρούς μεγαλοστομίες ο γαλλογερμανικός άξονας δεν λειτουργεί πλήρως. Και αυτό πριν ακόμη ξεκινήσουν οι διαβουλεύσεις για τα μείζονα ευρωπαϊκά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η δημιουργία ενός προϋπολογισμού αποκλειστικά για τη ζώνη του ευρώ, το ύψος του οποίου η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ προσδιόρισε – μιλώντας προ ημερών στο Βερολίνο – στα 100 δισ. ευρώ, προκαλώντας ιλίγγους στα ανώτατα κλιμάκια του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.