Η παραδοχή πλέον και από την Αξιωματική Αντιπολίτευση ότι μετά τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους η χώρα μπαίνει στη μεταμνημονιακή εποχή, δίνει εκ των πραγμάτων μια ώθηση στην ουσιαστική συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, η οποία βεβαίως θα προσλάβει τον θεσμικό της χαρακτήρα μέσα από την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία στο Κοινοβούλιο τους προσεχείς μήνες.

Είναι πλέον σαφές ότι το μέλλον της χώρας, αφού κλείσει η μακρόχρονη και άκρως κοινωνικά επώδυνη φάση των μνημονιακών δεσμεύσεων και της ασφυκτικής επιτήρησης, θα πρέπει να δρομολογηθεί με βάση πολιτικές που θα κινούνται και θα ανατροφοδοτούνται μέσα στο πλαίσιο μιας Συνταγματικής Αναθεώρησης πάνω στο σύνολο των ώριμων, πλέον, ζητημάτων και των εμπειριών αυτής της περιόδου, όπως αυτές έχουν «διαβαστεί» από τις πολιτικές δυνάμεις και στον βαθμό που καθοριστικά θα έχουν επενεργήσει στις διακριτές προγραμματικές τους προτάσεις μετά την έξοδο της χώρας από τις σκληρές μνημονιακές δεσμεύσεις.

Η πολιτική αντιπαράθεση για την προοδευτική προοπτική ή τη συντηρητική αναδίπλωση προφανώς και θα αντανακλάται τόσο στη συζήτηση που ήδη έχει ξεκινήσει από διετίας με πρωτοβουλία της παρούσας Κυβέρνησης σε κλίμακα κοινωνικών φορέων και δημόσιου διαλόγου, όσο και στην από τριμήνου έντονη δημόσια αντιπαράθεση για το εύρος αλλά και για την αναγκαιότητα να προωθηθεί, εντός της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου, η διαδικασία.
Τη σχετική συζήτηση παροξύνει, με σαφή πρόθεση και επίγνωση, η άποψη που έχει διατυπωθεί ευθαρσώς ή που επίσης κινείται ανομολόγητα σε παράγοντες και κύκλους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προφανώς σε αντίθεση με την κατατεθείσα επίσημη πρόταση του κόμματος, ότι δεν θα πρέπει η σημερινή πλειοψηφία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο να καθορίσει ή και να επηρεάσει τη Συνταγματική Αναθεώρηση γιατί είναι δήθεν θεσμικά ανώριμη και επικίνδυνη. Απίστευτη πολιτική προσέγγιση με τον μανδύα μάλιστα της υπεράσπισης της θεσμικής και συνταγματικής τάξης της χώρας!
Προκαλεί μάλιστα εύλογα ερωτήματα αυτή η άποψη, η οποία προφανώς κινείται σε συνάφεια με τη λογική που ήθελε να καταστήσει «πολιτική παρένθεση» με κάθε τρόπο τα τελευταία τριάμισι χρόνια την κυβερνητική πλειοψηφία και τις διαδοχικές λαϊκές εντολές που τη στηρίζουν, καθώς τη διατυπώνουν παράγοντες που διαδραμάτισαν διακεκριμένους πολιτικούς ρόλους καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαπενταετίας και συμμετείχαν ή υπερψήφιζαν τις προηγούμενες συνταγματικές τροποποιήσεις.

Τότε λοιπόν δεν διέβλεπαν καμία θεσμική αταξία ούτε ύπαρξη δικαστικών παρακυκλωμάτων, ούτε εκτεταμένη διαπλοκή και χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος, ούτε παράνομη λειτουργία και δανειοδότηση μεγάλου μέρους των media, ούτε στρεβλώσεις από τις ασυλίες και τις παραγραφές πολιτικών και σοβαρών αδικημάτων αντιστοίχως, ούτε προσπάθεια χειραγώγησης ή αποδιάρθρωσης των Ανεξάρτητων Αρχών, ούτε βεβαίως προφανείς αναχρονισμούς που αφορούν στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, ούτε αναπηρία στην άσκηση και την επικάλυψη των εξουσιών.

Προκαλεί επίσης το κοινό περί δικαίου ή ακόμα και περί ορθού λόγου αίσθημα η άποψη που προκλητικά εγκαλεί για δήθεν θεσμική αταξία την αριστερή διακυβέρνηση που μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και αρνητικούς συσχετισμούς στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως κατέδειξε ο πρόσφατος εκλογικός κύκλος στις χώρες της ΕΕ, όχι μόνο οδηγεί τη χώρα με την κοινωνία όρθια στην έξοδο από την κρίση, αλλά και έχει επιχειρήσει απολύτως μέσα στο παρόν συνταγματικό πλαίσιο και το δικαιικό σύστημα της χώρας, να θεραπεύσει παθογένειες και αποστήματα που ήταν σύμφυτα και προφανή πεδία εκτεταμένης ανομίας με τις πλέον συντηρητικές και αντιδραστικές πλευρές, με τις πιο άδικα κοινωνικές εκφάνσεις του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού συστήματος που οδήγησε στη χρεοκοπία της χώρας.

Είναι τόσο προφανής η έλλειψη πολιτικής αυτογνωσίας και δημοκρατικής κουλτούρας ανοχής αυτών των απόψεων, που διακινδυνεύω την εκτίμηση ότι θα περιθωριοποιηθούν τόσο μέσα από τα κόμματα στα οποία «ζυμώνονται» όσο και στον δημόσιο διάλογο που έχει ήδη ως προίκα τόσο τις προτάσεις που κατέθεσαν οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες με επιτροπές πανεπιστημιακών και κοινωνικών παραγόντων, όσο και τις συγκεκριμένες προτάσεις που έχουν κατατεθεί πρόσφατα από την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, αλλά και από συνταγματολόγους και άλλους δημοσιολογούντες. Η Συνταγματική Αναθεώρηση μπορεί και πρέπει να αντανακλά με προοδευτικό πρόσημο, τόσο τη διευρυμένη λαϊκή συμμετοχή, την ενίσχυση του πεδίου των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, όσο και την έμπρακτη υποστήριξη των κοινωνικών δικαιωμάτων σε αντίστιξη με τα αγοραία νεοφιλελεύθερα υποδείγματα και το πλαίσιο που συρρικνώνει τον δημόσιο χαρακτήρα και την ευθύνη του κράτους σε καίριους στρατηγικούς τομείς στην εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, την πληροφόρηση, τη διαχείριση των δημόσιων αγαθών. Η πρόσφατη διένεξη για τα βιβλία των Θρησκευτικών και η αντιπαραβολή των κειμένων πλειοψηφίας και μειοψηφίας σε μια απόφαση απροκάλυπτης συντηρητικής αναδίπλωσης αποδεικνύει, δυστυχώς εν έτει 2018, ότι υπάρχει ανάγκη και έδαφος για την ουσιαστική συνταγματική θωράκιση της αρχής της ανεξιθρησκίας και των απολύτως διακριτών ρόλων στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησιών.

Η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι προφανώς μια άκρως πολιτική διαδικασία και απαιτεί μια συστηματική προσπάθεια με επιχειρήματα και συνθέσεις για τις κατά το δυνατόν ευρείες συναινέσεις. Είναι προφανές ότι δεν πρέπει να ακυρωθεί μέσα από πολιτικάντικους τακτικισμούς και από διχαστικές κορόνες, γιατί πέραν της τελικής αποτύπωσης στην επόμενη Βουλή των διατάξεων και του πνεύματός τους στο αναθεωρημένο Σύνταγμα, είναι καθαυτή ως διαδικασία μια δημιουργική συμπύκνωση στο πεδίο των ριζικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο που έχει ανάγκη η χώρα μας μετά την προσεχή, επιτυχή, όπως όλες οι εκτιμήσεις κατατείνουν, έξοδο της χώρας από τις τυπικές και άκρως επώδυνες μνημονιακές δεσμεύσεις.