«Μη θυμώνεις, εκδικήσου». Ο αφορισμός αυτός πρέπει να γίνει το νέο πρότυπο στη δημοκρατική πολιτική ζωή. Αντί να γκρινιάζουν για τις επιτυχίες των λαϊκιστών, τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα θα έπρεπε να κλέψουν μια σελίδα από το λαϊκιστικό εγχειρίδιο. Τρία μαθήματα, ειδικότερα, ζητούν την προσοχή τους.
Το πρώτο μάθημα είναι ότι πρέπει να συνδεθείς με τους ανθρώπους που θέλεις να εκπροσωπήσεις, μαθαίνοντας περισσότερα για αυτούς και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους. Οι εποχές που οι πολιτικοί μπορούσαν να βασίζονται στους κομματικούς μηχανισμούς, τις ομάδες εστίασης και τις παραδοσιακές δημοσκοπήσεις έχουν παρέλθει.
Επειτα από μία δεκαετία οικονομικής δυσπραγίας, οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν με καχυποψία τούς mainstream πολιτικούς που προσφέρουν τις συνήθεις υποσχέσεις ανάπτυξης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου. Στα μάτια των απογοητευμένων εργαζομένων, οι κατέχοντες κοιτάνε μόνο το δικό τους συμφέρον. Ακόμα και σε πολλές από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου οι εργαζόμενοι κερδίζουν σε πραγματικούς όρους λιγότερα από ό,τι πριν από μία δεκαετία. Οπως έχει πει ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ, «έχουν ξανά δουλειά αλλά δεν έχουν λεφτά».
Οταν η πλειονότητα των ανθρώπων γίνεται φτωχότερη, είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν σκληρές συνέπειες στην κάλπη. Και εντούτοις, στη μία χώρα μετά την άλλη, το πολιτικό κατεστημένο το συνειδητοποίησε αυτό με εντυπωσιακή καθυστέρηση.
Αλλο ένα μάθημα από τους σημερινούς λαϊκιστές είναι πως οι στόχοι πρέπει να περιγράφονται σε απλά, συμβολικά συνθήματα. Ναι, τα συνθήματα τύπου «Θα προστατεύσω τις δουλειές σας» και «Να κάνουμε ξανά την Αμερική σπουδαία» ακούγονται απλοϊκά. Πού είναι όμως οι εξεζητημένες εναλλακτικές λύσεις; Το να μιλάς για οικονομική ανάπτυξη έχει αποτέλεσμα μόνο όταν ο κόσμος απολαμβάνει τα οφέλη της ανάπτυξης αυτής.
Σε περιόδους αδύναμης ή ανισότιμης ανάπτυξης, οι πολιτικοί πρέπει να προσφέρουν πιο άμεσες απαντήσεις σε αυτά που νιώθει ο κόσμος. Στο δημοψήφισμα για το Brexit, η εκστρατεία υπέρ του Remain επιχειρηματολόγησε πως η αποχώρηση από την ΕΕ θα σήμαινε χαμηλότερο ΑΕΠ, διαφυγόν εμπόριο και αναταραχή στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αντιθέτως, οι υπέρμαχοι του Brexit υποσχέθηκαν να «πάρουν πίσω τον έλεγχο» των συνόρων της Βρετανίας και υποστήριξαν –ψευδώς –ότι το ΕΣΥ θα απολάμβανε κάθε εβδομάδα ένα μάννα εξ ουρανού ύψους 350 εκατομμυρίων στερλινών.
Το τρίτο μάθημα από το λαϊκιστικό εγχειρίδιο είναι πως πρέπει να είσαι τολμηρός. Σε δύσκολους καιρούς, οι πολίτες ζητούν ένα μεγάλο όραμα αλλαγής για το μέλλον, όχι μικρές βελτιώσεις. Να μην ξεχνάμε πως το 1945 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο άνθρωπος που έφερε τη νίκη στη Βρετανία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχασε τις κοινοβουλευτικές εκλογές. Ο νικητής, ΚλέμεντAτλι, υποσχέθηκε ουσιαστικά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους κουρασμένους από τον πόλεμο Βρετανούς που ζούσαν ακόμα με δελτίο τροφίμων. Η κυβέρνησή του προσέφερε δωρεάν καθολική περίθαλψη, ασφάλιση ανεργίας, συντάξεις, αξιοπρεπή στέγαση και ασφαλείς θέσεις εργασίας σε εθνικοποιημένες βιομηχανίες. Και όλα αυτά, με το εθνικό χρέος ακόμα στο 250% του ΑΕΠ.
Η τόλμη του οράματος του Ατλι δεν έχει αντίστοιχο στη σύγχρονη εποχή. Και αυτό είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα.
Η Νάιρι Γουντς είναι πρύτανης της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Blavatnik του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης