Εστω ότι ένα γαλλικό καθολικό τάγμα αναλάμβανε την πρωτοβουλία να ανοίξει παράρτημα στην Αθήνα των ημερών μας για την εκπαίδευση νεαρών γυναικών. Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις της Εκκλησίας και με ποιους όρους θα συνεργάζονταν μαζί του οι κρατικοί θεσμοί; Η Ιστορία απεχθάνεται τις υποθετικές ερωτήσεις, αλλά ευνοεί τις αναλογίες. Εναν «μπούσουλα», λοιπόν, παρέχει το άρτι εκδοθέν βιβλίο «Η περίκλειστη εκπαίδευση –Καθολικά σχολεία και γυναικεία εκπαίδευση στην Ελλάδα του 19ου αιώνα» του Στέφανου Καβαλλιεράκη, αποφοίτου της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή (2008). Επεξεργασμένη μορφή της τελευταίας αποτελεί η έκδοση του οίκου «Εν πλω», σε επιμέλεια Βασίλη Αργυριάδη.
Στο μικροσκόπιο του Καβαλλιεράκη τοποθετείται το σχολείο του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως, που ιδρύεται στην Αθήνα το 1856, με σκοπό την εκπαίδευση των κοριτσιών της καθολικής κοινότητας. Η επίσημη άδεια λειτουργίας του εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1857 και μάλιστα από τον νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας Γεώργιο Λασσάνη (επειδή μάλιστα τίποτε δεν φαίνεται τυχαίο στην ιστορία αυτή, στη σχετική υποσημείωση διαβάζουμε ότι ο κοζανίτης λόγιος και Φιλικός υπήρξε στενός συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες). Το σχολείο εντάσσεται σε μια υβριδική κατηγορία «Μέσης Εκπαίδευσης», καθώς μόλις το 1893 θεσπίζεται επισήμως η Δευτεροβάθμια για τα κορίτσια. Μέχρι το 1890 λειτουργεί στην οδό Αδριανού, το 1890 – 1893 στεγάζεται στη γωνία Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου και αργότερα εγκαθίσταται στην ιστορική του έδρα, την οδό Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη), όπου παραμένει ώς το 1979. Τα μαθήματα ήταν Θρησκεία, Ανάγνωση, Γραφή, Αριθμητική, Γαλλική Γραμματική, Γεωγραφία, Ιστορία, Χειρωνακτικές Εργασίες και, προαιρετικά, Τέχνες Αναψυχής και Ξένες Γλώσσες.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΚΟΝΑ. Εξίσου σημαντική, ωστόσο, είναι η μεγάλη εικόνα την οποία σκιαγραφεί ο συγγραφέας εντάσσοντας το παράδειγμα του Τάγματος στις γενικότερες συνθήκες οικοδόμησης του νέου ελληνικού κράτους (μετά το 1831) και των σχέσεών του με τη Γαλλία. Μέχρι να φτάσουμε στη σελίδα 161, για να διαβάσουμε τις πρώτες πληροφορίες για το σχολείο, έχει προηγηθεί ένα συναρπαστικό οδοιπορικό με πολλές στάσεις: την προκήρυξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας το 1822 όπου για τα σχολικά μαθήματα προτείνονταν τα Γαλλικά και τα Ιταλικά (!), την έντονη δραστηριότητα των προτεσταντικών αποστολών στην Ελλάδα μεταξύ 1821 και 1830, τον κρατικό έλεγχο πάνω στην Εεκπαίδευση που επιβάλλουν οι Βαυαροί, το πρώτο σχολείο της Καθολικής Εκκλησίας που ιδρύεται το 1838 στην Αθήνα: «Διονύσιος Αρεοπαγίτης» (ή Λεόντειο Λύκειο).
Σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο παρακολουθεί ο συγγραφέας τη «συμβίωση» του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως με τους κρατικούς θεσμούς, αλλά και την πρώτη μεγάλη ρήξη από ένα μάλλον «τυχαίο» γεγονός. Το 1859 η χήρα του υποκόμη De Serres θέλησε να ασπαστεί τον καθολικισμό και η σχετική τελετή πραγματοποιήθηκε στο παρεκκλήσι των καλογριών του Τάγματος (παρά την αντίρρηση της ηγουμένης στον επίσκοπο). Ο υπουργός Θρησκευμάτων Ζαΐμης διαμαρτυρήθηκε έντονα στο βασιλικό ζεύγος και με τη συμπαράστασή του έκλεισε το σχολείο.
Παρά τις αναμενόμενες εντάσεις, πάντως, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το καθολικό σχολείο άντεξε διαχρονικά στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας. Πρώτον, επειδή υπήρχε μία τακτική και «πιστή» μαθητική πελατεία. Δεύτερον, επειδή τα νέα κορίτσια έβρισκαν δουλειά ως δασκάλες σε οικογένειες, ελληνικά σχολεία μέχρι και στις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Τρίτον, επειδή το Τάγμα στελεχωνόταν από μοναχές που προέρχονταν κυρίως από τις Κυκλάδες. Τέλος, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «κομβικό ρόλο… διαδραμάτισε η απουσία της Ελλαδικής Εκκλησίας» από τον τομέα της εκπαίδευσης θηλέων.
Η «ελληνοποίηση» του Τάγματος θα συμβεί μόνο μετά τη Μεταπολίτευση, όταν τα ξένα ιδιωτικά σχολεία εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με τον νόμο 682/ 1977 του Γεώργιου Ράλλη. Οπως κι αν έχει, το «επιμύθιο» με το οποίο καταλήγει ο Καβαλλιεράκης είναι ότι σχολεία, όπως το Τάγμα, κάλυψαν στην Ελλάδα ένα μεγάλο εκπαιδευτικό κενό. «Εφεραν στοιχεία της δυτικής εκπαίδευσης, που την αποζητούσε ένα κομμάτι του πληθυσμού, αλλά, το κυριότερο ίσως, μετέφεραν τη γυναικεία εκπαίδευση από το σπίτι στη σχολική τάξη». Και είναι από διατυπώσεις όπως αυτή που το βιβλίο, προϊόν της ακαδημαϊκής έρευνας, εντάσσεται ξεκάθαρα στη μεγάλη παράδοση των ανοιχτών οριζόντων και του φιλελευθερισμού προάγοντας τα αντίστοιχα στοιχήματα πολιτικής που καταδυναστεύουν και τη σημερινή Ελλάδα.