Ο παππούς μου όταν έφυγε, κακήν κακώς, το 1922 από το Αϊβαλί, πήρε μαζί του το βιολάκι του, το μαντολίνο του και τα τρία αγαπημένα του βιβλία από την οικογενειακή βιβλιοθήκη. Και όταν αργότερα διηγούνταν σε εμάς, τα εγγόνια του, το χρονικό της προσφυγιάς, έλεγε: «Δεν με νοιάζει τόσο που αφήσαμε πίσω μας όλα αυτά τα βιβλία, αλλά το ότι αυτοί που τα βρήκαν δεν θα μπορούσαν να τα διαβάσουν και να τα εκτιμήσουν». Και μετά θυμάμαι τον φίλο μου, πετυχημένο επαγγελματία σήμερα, που αγοράζει βιβλία από τους πάγκους της οδού Ασκληπιού.
Μου έχει εξηγήσει ότι είναι σαν προσκύνημα στην ανέχεια των παιδικών του χρόνων. Παλιότερα, υπήρχε εκεί σειρά από πλανόδιους πωλητές μεταχειρισμένων βιβλίων.
Ο ίδιος, γύρω στα 12, δούλευε γκαρσονάκι και το όνειρό του ήταν να αγοράσει κι εκείνος ένα βιβλίο. Το κατάφερε. Ηταν το «Εγκλημα και τιμωρία» που διάβαζε σιγά σιγά για να μην τελειώσει. Και είναι και η νεαρή φίλη μου που βάζει στην κούνια τού λίγων μηνών μωρού της ένα πάνινο βιβλίο. «Για να το συνηθίζει, αρχικά ως εικόνα», λέει.
Δανειστική βιβλιοθήκη αστέγων στα χρόνια του Διαδικτύου; Ναι, γιατί το βιβλίο δεν έχει να κάνει μόνο με τη γνώση που μεταδίδει. Είναι αυτό καθαυτό, ως αντικείμενο, ένα είδος Κιβωτού Ζωής. Είναι οι τσακισμένες σελίδες του, οι σημειωμένοι αριθμοί τηλεφώνου στο οπισθόφυλλο –χωρίς το διακριτικό 210. Οι υπογραμμισμένες αράδες του, κάποιες λέξεις που είχαμε κυκλώσει και δεν θυμόμαστε πια γιατί.
Η άμμος από διακοπές πριν από δέκα χρόνια, ο λεκές από τη σάλτσα της πίτσας που έσταξε ενώ τρώγαμε διαβάζοντας, το σημάδι από την κούπα του καφέ. Κι εκείνο το ανθάκι που βρήκα μέσα σε ένα παλιό βιβλίο του πατέρα μου και διαλύθηκε μόλις το έπιασα.
ΥΓ: Τα πιο αγαπημένα μου βιβλία είναι αυτά που δεν επέστρεψα ποτέ στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου μου.