Τσουνάμι αντιδράσεων και σύγχυση έχει προκαλέσει στον ιατρικό κόσμο η πρόσφατη απόφαση του υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού με την οποία θέτει σε ισχύ το σύστημα παραπομπών ως βασική «προϋπόθεση» για την πρόσβαση των πολιτών σε Κέντρα Υγείας, νοσοκομεία και συμβεβλημένους γιατρούς με τον ΕΟΠΥΥ.
Η διευκρινιστική απάντηση του υπουργείου Υγείας, η οποία εκδόθηκε χθες το απόγευμα, μετά το κομφούζιο που προκλήθηκε φαίνεται τελικά να…θόλωσε ακόμα περισσότερο τα νερά, αποκαλύπτοντας την κυβερνητική ανετοιμότητα να υλοποιήσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις της.
Ειδικότερα, στο σχετικό δελτίο Τύπου υπογραμμίζεται ότι «το νέο σύστημα παραπομπών θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από την 1.1.2019». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έως τότε το σύστημα θα παραμείνει ανενεργό. Στόχος είναι το 40% των προγραμματισμένων επισκέψεων στα Κέντρα Υγείας να γίνεται μέσω παραπομπών από τους οικογενειακούς γιατρούς, γεγονός που σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση «θα μειώσει τους χρόνους αναμονής» καθώς θα δίδεται προτεραιότητα σε αυτούς τους ασθενείς.
Αντίστοιχα, τους μήνες που μεσολαβούν έως το νέο έτος οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να κλείνουν ελεύθερα ραντεβού με τους συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, με το υπουργείο Υγείας να επιμένει ότι «δεν καταργείται η ελεύθερη επιλογή γιατρού».
Η παραπάνω επισήμανση έρχεται ωστόσο σε αντίφαση με τα όσα αναφέρει η επίμαχη υπουργική απόφαση –ότι δηλαδή μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθεσιμότητα στις δημόσιες δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ο ασφαλισμένος θα έχει τη δυνατότητα να κλείσει ραντεβού με γιατρό του ΕΣΥ ή με ειδικευμένο στον ιδιωτικό τομέα.
ΠΟΛΕΜΟΣ. Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος που μαίνεται παραπέμπει σε διαμάχη εννοιών, καθώς ενώ ο υπουργός Υγείας βαφτίζει τους οικογενειακούς γιατρούς «πλοηγούς» εντός του συστήματος Υγείας η ιατρική κοινότητα τους αντιμετωπίζει ως «φύλακες» (gatekeeper) που σταδιακά θα απαγορεύσουν στους ασφαλισμένους την ελεύθερη επιλογή γιατρού.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) κ. Μιχαήλ Βλασταράκος χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα, κάνοντας λόγο για «προχειρότητα» στους σχεδιασμούς της ηγεσίας στην οδό Αριστοτέλους, παρότι «πρόκειται για ένα ζήτημα εξαιρετικά σοβαρό, το οποίο αφορά την περίθαλψη 10 εκατομμυρίων ασφαλισμένων».
Παράλληλα ασκεί αυστηρή κριτική, δεδομένου ότι δεν είχε προηγηθεί ουδεμία συζήτηση και διαπραγμάτευση μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, της διοίκησης του ΕΟΠΥΥ και του ΠΙΣ, καταλογίζοντας στους ιθύνοντες μονομερείς και αιφνιδιαστικές κινήσεις.
Μια κατάσταση «τραγέλαφο» περιγράφει από την πλευρά του ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών (ΙΣΑ), καθώς σε νέα ανακοίνωσή του σημειώνει ότι «με πρωτοφανή προχειρότητα το υπουργείο Υγείας, ενώ δεν έχει κατορθώσει να στελεχώσει το σύστημα με επαρκή αριθμό οικογενειακών γιατρών, επιχειρεί να εφαρμόσει το “gate keeping”, βάζοντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην εξυπηρέτηση του ασθενούς». Υπενθυμίζεται ότι έχουν εγκαινιαστεί περίπου 30 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) ανά τη χώρα από τις συνολικά 239 σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ενώ «αγκάθι» παραμένει η στελέχωσή τους. Αντίστοιχα, αναιμικό είναι το ενδιαφέρον των οικογενειακών γιατρών στο κάλεσμα του ΕΟΠΥΥ, καθώς μόνο στην Αττική τουλάχιστον το 60% των θέσεων παραμένουν ακάλυπτες.
Παρ’ όλα αυτά και ενώ «οι συμβεβλημένοι και οι πιστοποιημένοι γιατροί έχουν επί σειρά ετών στηρίξει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», ο ΙΣΑ καταγγέλλει ότι το υπουργείο Υγείας «στερεί από τον έλληνα ασθενή τον γιατρό που έχει ανάγκη και οδηγεί τα καλύτερα μυαλά της χώρας μας στη μετανάστευση».
Εν τω μεταξύ το προεδρείο της Ενωσης Ιατρών ΕΟΠΥΥ (ΕΝΙ –ΕΟΠΥΥ) σημειώνει ένα πρακτικό πρόβλημα που θα ανακύψει στο άμεσο μέλλον. «Οποιος ασθενής δεν έχει έντυπο παραπομπής δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσω του ΕΟΠΥΥ, καθώς η δαπάνη της επίσκεψης δεν θα αποζημιωθεί στον συμβεβλημένο ιατρό από το Ελεγκτικό Συμβούλιο».