Την περίοδο της επταετούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η κρατική επιχορήγηση στους δήμους μειώθηκε κατά σχεδόν 60%. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στους δήμους και τους δημάρχους να σηκώσουν πολύ μεγαλύτερο βάρος από το μερίδιο που τους αναλογούσε, στην προσπάθεια να μην καταρρεύσουν οι πόλεις και οι τοπικές κοινωνίες. Χωρίς να λογαριάσουν αρμοδιότητες και χρηματικά κόστη οι δήμοι στάθηκαν στο πλευρό του πολίτη, υποκαθιστώντας το χρεοκοπημένο κράτος όταν εκείνο είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά: στην πρόνοια, στις δράσεις διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, στην πρωτοβάθμια υγεία και φροντίδα, στα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς. Οι δήμοι και οι δήμαρχοι τα κατάφεραν και ανταποκρινόμενοι στο καθήκον τους κράτησαν όρθια την κοινωνία, γιατί είναι δίπλα στους πολίτες, καθώς καθημερινά λογοδοτούν σε αυτούς.
Η αυτονόητη πολιτική επιλογή θα ήταν η κυβέρνηση να ενισχύσει την κυβερνησιμότητα των δήμων, καταργώντας τα γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια που καθημερινά αντιμετωπίζουν οι δήμαρχοι. Αντιθέτως, η κυβέρνηση με έναν νόμο-φάντασμα επιχειρεί να τροποποιήσει τον «Καλλικράτη», προωθώντας αλλαγές ερήμην της Αυτοδιοίκησης και μετατρέποντας τους δήμους σε απλά όργανα υλοποίησης των κατευθύνσεων του κεντρικού κράτους. Με άλλα λόγια, το κράτος προσπαθεί να κάνει τη δουλειά των δήμων, τη στιγμή που δεν μπορεί να κάνει ούτε καν τη δική του. Mε τον ίδιο νόμο, η κυβέρνηση φέρεται να σχεδιάζει την αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος των ΟΤΑ, εισάγοντας την απλή αναλογική στην ανάδειξη των συμβούλων, φέρνοντας έτσι ακυβερνησία και οδηγώντας την Αυτοδιοίκηση σε μια άνευ προηγουμένου παράλυση.
Το εκλογικό σύστημα δεν επιτρέπεται να αξιοποιείται ως μηχανισμός χειραγώγησης της λαϊκής βούλησης και όργανο μικροπολιτικών συναλλαγών. Αυτό στρεβλώνει κατάφωρα την ελευθερία των ψηφοφόρων προς όφελος ισχνών μειοψηφιών και ακυρώνει την αποτελεσματική λειτουργία των δήμων.
Η ορθή προσέγγιση –σε κεντρικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο –προσπαθεί να συνδυάσει την αρχή της αναλογικής αντιπροσώπευσης των υπαρκτών πολιτικών τάσεων με την αρχή «της πλειοψηφίας», ώστε να εξασφαλίζεται ταυτόχρονα τόσο η παρουσία των μειοψηφιών στα συλλογικά όργανα όσο και η δυνατότητα των δήμων να λειτουργούν αποτελεσματικά.
Για ποιον λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρεί σήμερα σε αυτή την πολιτική επιλογή να εργαλειοποιήσει προς όφελός του την «απλή αναλογική»; Γιατί πολύ απλά προσπαθεί να πετύχει ό,τι δεν κατάφερε μέσω της κάλπης: Να ελέγξει την Τοπική Αυτοδιοίκηση, βλέποντας ότι εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2018 η εκλογική επιρροή της κυβέρνησης προδιαγράφεται ακόμη μικρότερη.
Πρόκειται για μια μοιραία πολιτική επιλογή που θα οδηγήσει σε παράλυση την Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς αυτή δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει ούτε τις πιο απλές ανάγκες των πολιτών. Εκείνο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση δεν είναι μια ισχυρή και ανεξάρτητη Αυτοδιοίκηση, αλλά δήμοι υποταγμένοι στις κυβερνητικές επιλογές.
O Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής.