«Καλπάζοντας με το όνειρο»: Ο Μπράντι είναι καουμπόης. Αλλά τι σημαίνει αυτή η λέξη σήμερα; Στους αφοσιωμένους σινεφίλ, το άκουσμά της αναδίδει αρώματα και εικόνες μιας Αγριας Δύσης όπως τη γνωρίσαμε στις ταινίες του Σαμ Πέκινπα αλλά και του Σέρτζιο Λεόνε. Ενός Φαρ Ουέστ με κώδικες ηθικής, άκαμπτους αλλά και σθεναρούς. Τότε. Οχι όμως και σήμερα. Γιατί, στο σήμερα, ο Μπράντι προσπαθεί να συνέλθει από έναν βαρύ τραυματισμό που του απαγορεύει πλέον κάθε επαφή με τα άλογα.
Και η ταινία της Κλόε Ζάο ακολουθεί τον διστακτικό αγώνα του να απομακρυνθεί από το ροντέο, αλλά και τον τρόπο ζωής που προσδιόρισε την ταυτότητά του. Προσπαθεί να κάνει το σωστό, κυρίως για να μην πεθάνει, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με ό,τι άφησε πίσω του. Ο στενός του φίλος, ο Λέιν, ένας άλλος πρώην αστέρας του ροντέο, βρίσκεται στο νοσοκομείο με οξεία εγκεφαλική βλάβη και ο Μπράντι προσπαθεί ακόμα να τον πείσει –όπως και τον εαυτό του; –πως θα ιππεύσει ξανά. Α, ξέχασα να σας πω: Κανείς απ’ αυτούς τους χαρακτήρες δεν ενσαρκώνεται από έναν επαγγελματία ηθοποιό. Είναι όλοι τους γνήσιοι καουμπόηδες λοιπόν. Ανθρωποι που στη σημερινή Αμερική κατάντησαν να κοντοστέκονται σαν σύμβολα μιας παλαιάς εποχής από την οποία αρνούνται να απαγκιστρωθούν.
Μην κάνετε όμως λάθος: Οπως υπάρχει (ντοκιμαντερίστικος) ρεαλισμός, άλλο τόσο θα εντοπίσετε έναν γνήσιο, καθαρό λυρισμό. Στο βλέμμα του Μπράντι δεν συναντάμε πια αυτή τη χαλκέντερη γοητεία που πρωτογνωρίσαμε στα γουέστερν του Τζον Φορντ. Αλλά έναν φόβο, μια αβεβαιότητα, που ξεπερνά τις «στολές» και τις ιδιότητες των ηρώων. Τούτο εδώ το νοσταλγικό μοιρολόι κουβαλά μέσα του μια ανθρωπιά και μια εντιμότητα που κάνει σκόνη όλα τα βαρέων βαρών οσκαρικά δράματα και τις αφελείς «κοινωνικές καταγγελίες» του σημερινού Χόλιγουντ. Στη ταινία της Κλόε Ζάο βρήκα ξανά το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά που αγάπησα. Και το «Καλπάζοντας με το όνειρο» είναι από μόνο του ένα αισιόδοξο σημάδι. Οχι (μόνο) για το σινεμά, αλλά και για την ανθρωπότητα.
Γέλιο από Αντερσον
«Το νησί των σκύλων»: Λοιπόν, έχω την υποψία πως τα animation του Γουές Αντερσον είναι τόσο καλά επειδή αντισταθμίζουν κάπως τη συστολή που ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει με τους… ανθρώπους. Του είναι δηλαδή πιο εύκολο να αγγίξει κάποιες ευαίσθητες συναισθηματικές χορδές όταν έχει να αντιμετωπίσει άψυχα αντικείμενα, στα οποία βέβαια δίνει ζωή με τη φοβερή τεχνική του stop motion, που κουβαλά κάτι από την αφετηρία του σινεμά. Εδώ, ύστερα από προεδρικό διάταγμα, αποφασίζεται να μεταφερθούν όλοι οι σκύλοι της πόλης Μεγκασάκι σε μία αχανή χωματερή, ονόματι Νησί των Σκουπιδιών. Και τότε ο Ατάρι, γιος του διεφθαρμένου δημάρχου ξεκινά μόνος του την αναζήτηση του σκύλου – σωματοφύλακά του. Ολα αυτά σε ένα ευφυέστατο αλληγορικό παιχνίδι, άκρως διασκεδαστικό και με τη συνοδεία φωνών από τους Φ. Μάρεϊ Αμπραχαμ, Τζεφ Γκόλντμπλαμ, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Μπιλ Μάρεϊ, Εντουαρντ Νόρτον, Γιόκο Ονο (!) και Τίλντα Σουίντον. Γίνεται να μην περάσεις καλά;
Βαθμοί: 7
Η ματιά της Κρανιώτη
«Obscuro Barroco»: Ξεκινώντας από την αφήγηση της τρανς Λουάνα Μουνίθ, η Ευαγγελία Κρανιώτη μάς μεταφέρει σε ένα Ρίο ντε Ζανέιρο που απέχει τόσο από την «τουριστική» Βραζιλία όσο και από τον σκληρό τόπο που έχει καταγραφεί σε τόσα ρεαλιστικά δράματα. Υπάρχει μαγεία εδώ, μια μαγεία όμως που προκύπτει από μια έκσταση αληθινή, σκοτεινή και χωματένια, ονειρική και αιμορραγούσα. Το Ρίο ντε Ζανέιρο δεν έχει ποτέ κινηματογραφηθεί με τέτοια διεισδυτική και άκρως εμπνευσμένη ματιά – και τα ερωτήματα που θέτει μένουν μαζί σου πολύ μετά τους τίτλους τέλους.
Βαθμοί: 6
Συνετό και ανθρώπινο
«Οικογενειακός φίλος»: Μια μέρα ο Ματιέ δέχεται ένα τηλεφώνημα, που τον ενημερώνει ότι ο πατέρας του – που ποτέ δεν γνώρισε – ήταν Καναδός και ότι μόλις είχε πεθάνει. Επίσης, μαθαίνει ότι έχει δύο εξ αγχιστείας αδελφούς και αποφασίζει να πάει στην κηδεία για να τους γνωρίσει. Πολλά τα κρυμμένα μυστικά, αλλά ο Φιλίπ Λιορέ (του υπέροχου «Welcome») δεν έχει διάθεση να ανεβάσει τις εντάσεις για να μας τα πουλήσει. Οι δυναμικές του, έντεχνες. Και οι ερμηνείες των ηθοποιών του καλοζυγισμένες – τόσο που στο φινάλε κρατάς λίγο την ανάσα σου, όσο κι αν ο σεναριακός μύθος μοιάζει λιγότερο δουλεμένος από τη φιλμική γραφή.
Βαθμοί: 6
Δήθεν
«Ιστορίες φαντασμάτων»: Ο καθηγητής Φίλιπ Γκούντμαν είναι ψυχολόγος και αρκετά σκεπτικιστής, του οποίου ο ορθολογισμός δοκιμάζεται στα άκρα όταν πέφτει στα χέρια του ένας ξεχασμένος φάκελος που περιέχει τρεις τρομακτικές ιστορίες φαντασμάτων. Θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ, τούτο όμως το βρετανικό φιλμ, που βασίζεται μάλιστα σε θεατρικό έργο, πνίγει τον τρόμο σε εξυπνακίστικα τεχνάσματα και φλύαρες προεκτάσεις. Το ουσιαστικό περιεχόμενό του ίσα που κάνει για μια μικρού μήκους.
Βαθμοί: 4
Απαράδεκτο!
«Μποέμικη ψυχή»: Μια νεαρή Ελληνίδα, αποστέλλεται στην Κωνσταντινούπολη από τον θείο της, πρώην ναυτικό και παθιασμένο θαυμαστή του ρεμπέτικου, σε μια αποστολή να βρει ένα σπάνιο μέρος του κινητήρα για το σκάφος τους. Παράλληλα βολτάρει παρέα με μια φίλη στην Ελλάδα της κρίσης σε ένα αφόρητο πηγαινέλα, τζούφιο και κακογυρισμένο, από έναν αγνώριστο Τόνι Γκάτλιφ. Η φρεσκάδα της Δάφνης Πατακιά διασώζεται, κι ας μην έχει ρόλο να παίξει. Η ταινία όμως…
Βαθμοί: 1
Κωστής Παπαγιώργης
Εξοχο το ντοκιμαντέρ «Κωστής Παπαγιώργης: Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», στημένο από την Ελένη Αλεξανδράκη με σεβασμό και καλαισθησία (Βαθμοί: 6) ενώ ο Γιόακιμ Τρίερ στήνει μια ιστορία καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και μεταφυσικών τόνων στο βαρύγδουπο αλλά εντυπωσιακό «Θέλμα» με μια υπέροχη Ελι Χάρμπο (Βαθμοί: 5). Στην «Μπλε Βασίλισσα» ο Αλέξανδρος Σισπίδης προσπαθεί να αφηγηθεί έναν περιπετειώδη μύθο, είναι όμως τόσο έκδηλες οι σεναριακές αβλεψίες, και τόσο «άκυρες» οι ερμηνείες που μόλις και μετά βίας υπάρχει ταινία. (Βαθμοί: 3). Τέλος, ελαφρύ τρόμο σερβίρει το «Amytiville: Tο ξύπνημα» ενώ στο «Τελευταίο φιλί του Κάιζερ» ένας γερμανός στρατιώτης αναλαμβάνει την αποστολή να ερευνήσει τον γερμανό εξόριστο μονάρχη που διαμένει σε μια απομονωμένη έπαυλη στην Ολλανδία.